Θεραπεία της ανορεξίας με εν τω βάθει εγκεφαλική διέγερση
Θεραπεία της σοβαρής χρόνιας νευρογενούς ανορεξίας πέτυχαν
Καναδοί ερευνητές με εν τω βάθει εγκεφαλική διέγερση, σύμφωνα με στοιχεία που
δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό έντυπο The Lancet.
Οι ερευνητές του Κέντρου Νευροεπιστημών «Krembil» του
Πανεπιστημίου του Τορόντο, με επικεφαλής τον Δρ Αντρες Λοζάνο, εμφύτευσαν μια
μικρή συσκευή στον εγκέφαλο έξι γυναικών (ηλικίας 24 έως 57 ετών) που έπασχαν
από σοβαρή νευρογενή ανορεξία, από τέσσερα έως 37 χρόνια.
Οι μισές από τις ασθενείς κατάφεραν να αυξήσουν το βάρος τους
και να βελτιώσουν την ψυχική διάθεσή τους, ενώ με άλλες θεραπείες στο παρελθόν
δεν είχε επιτευχθεί ανάλογη πρόοδος.
Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι πρόκειται για μια μικρή
πιλοτική μελέτη, που στόχο πρωτίστως είχε να διαπιστώσει την ασφάλεια της
πρωτοποριακής θεραπευτικής τεχνικής. Μεγαλύτερες έρευνες στο μέλλον, τόσο σε
αριθμό ασθενών όσο και σε χρονική διάρκεια, θα επιβεβαιώσουν την
αποτελεσματικότητα της μεθόδου για τη νευρογενή ανορεξία.
Η σοβαρής μορφής νευρογενή ανορεξία έχει ένα από τα υψηλότερα
ποσοστά θνησιμότητας (έως 15%) μεταξύ των ψυχικών διαταραχών και θεωρείται
συχνή στα κορίτσια ηλικίας 15 έως 19 ετών. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν σκόπιμη
απώλεια βάρους, για την οποία επιμένει ο ασθενής σε βάθος χρόνου. Οι έως τώρα ψυχοθεραπευτικές
παρεμβάσεις εστιάζουν στην αλλαγή των νοητικών στάσεων και συμπεριφορών του
ατόμου, όμως περίπου το 20% των ασθενών δεν δείχνουν καμία βελτίωση και
κινδυνεύουν από πρόωρο θάνατο.
Η εν τω βάθει εγκεφαλική διέγερση χρησιμοποιείται ήδη για διάφορες
νευρολογικές παθήσεις, όπως η νόσος Πάρκινσον, η νόσος Αλτσχάιμερ και η
θεραπεία του χρόνιου πόνου, επίσης στην κατάθλιψη, την επιληψία κ.α. Είναι η
πρώτη όμως φορά που δοκιμάστηκε στην περίπτωση της νευρογενούς ανορεξίας.
Η εισαγωγή της συσκευής στον εγκέφαλο προϋποθέτει μια μικρή
νευροχειρουργική επέμβαση και είναι αναστρέψιμη ως διαδικασία. Οι ερευνητές
επέλεξαν μια περιοχή του εγκεφάλου που εμπλέκεται στην κατάθλιψη και σε αυτήν
εισήχθησαν τα ηλεκτρόδια του εγκεφαλικού «βηματοδότη», που συνδέθηκαν με μια
μικρογεννήτρια κάτω από το δέρμα, στο άνω μέρος του θώρακα.
Με την παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος μέσω των ηλεκτροδίων,
οι ερευνητές κατέγραφαν τις μεταβολές στη ψυχική διάθεση των ασθενών, ώστε να
βρουν το κατάλληλο επίπεδο εγκεφαλικής διέγερσης.
Αρχικά και οι έξι γυναίκες έχασαν βάρος, όμως μετά από τρεις
μήνες θεραπείας, το βάρος κάποιων άρχισε να αυξάνεται. Τελικά, μετά από εννέα
μήνες, τρεις γυναίκες ζύγιζαν περισσότερο από ό,τι στην αρχή της θεραπείας, ενώ
παράλληλα ακόμα και όσες ασθενείς δεν αύξησαν το βάρος τους, απέκτησαν καλύτερη
ψυχολογία και λιγότερο ψυχαναγκαστική συμπεριφορά.
Όπως εξηγεί ο Δρ Λοζάνο, τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά,
καθώς η εν τω βάθει εγκεφαλική διέγερση φαίνεται να επέφερε ένα μονιμότερο
θεραπευτικό αποτέλεσμα, τουλάχιστον σε μερικές ασθενείς, οι οποίες δεν έχασαν
ξανά τα κιλά που είχαν πάρει.
Από την άλλη όμως, η συγκεκριμένη τεχνική ενέχει και πιθανές
παρενέργειες. Μία ασθενής υπέστη επιληπτική κρίση δύο εβδομάδες μετά την έναρξη
της θεραπείας και άλλη μία υπέστη κρίση πανικού κατά την επέμβαση για την
εισαγωγή των ηλεκτροδίων. Τέλος, μια τρίτη ασθενής δεν εμφάνισε την παραμικρή
βελτίωση, είτε στο βάρος, είτε στη διάθεσή της. Γι' αυτό το λόγο, οι ερευνητές
προειδοποιούν ότι η μέθοδος δεν είναι κατάλληλη για όλους τους ασθενείς.
Αξίζει να σημειωθεί πάντως, ότι η ερευνητική ομάδα του Δρ
Λοζάνο ήταν η πρώτη στον κόσμο που πρόσφατα ξεκίνησε μια ανάλογη δοκιμή εν τω
βάθει εγκεφαλικής διέγερσης σε ασθενείς με νόσο Αλτσχάιμερ και έχει ήδη
αποδείξει ότι η μέθοδος συντελεί σε βελτίωση της μνήμης των ασθενών. Η κλινική
δοκιμή βρίσκεται πλέον στη δεύτερη φάση της και εφαρμόζεται και σε ιατρικά
κέντρα των ΗΠΑ.