Λόγω κακής οργάνωσης «χάνονται» ανθρώπινες ζωές στην Ελλάδα
Κάθε χρόνο στην Ελλάδα σημειώνονται 24.000 ατυχήματα (τα μισά προκαλούνται
από άτομα ηλικίας 21-44), οι νεκροί ξεπερνούν τους 2.000, ενώ οι τραυματίες
αγγίζουν τους 32.000, με την κατάσταση των 7.000 να κρίνεται βαριά.
Προβληματισμό προκαλεί στην επιστημονική κοινότητα ο τρόπος αντιμετώπισης των
τραυματιών στα νοσοκομεία και κρίνεται αναγκαία η άμεση αλλαγή της πολιτικής
αντιμετώπισης των ασθενών αυτών.
Τα παραπάνω στοιχεία προέρχονται από την 1η
Πανελλαδική Καταγραφή Τραύματος, που πραγματοποίησε η Ελληνική Εταιρεία
Τραύματος και Επείγουσας Χειρουργικής και παρουσίασε με αφορμή το 7ο Πανελλήνιο
Συνέδριο Τραύματος και Επείγουσας Χειρουργικής (25-27 Απριλίου, Αθήνα).
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε 32 νοσοκομεία ανά
την επικράτεια, για τις ανάγκες της οποίας συλλέχτηκαν στοιχεία που αφορούσαν
συνολικά 8.862 τραυματίες. Η καταγραφή των στοιχείων έγινε σε διάστημα 12 μηνών
(2007-2008) και αξίζει να σημειωθεί ότι περιλαμβάνει σχεδόν το 1/3 των
εισαγωγών από τραύμα που συνέβησαν σε όλη την Ελλάδα.
Χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία των τραυματιών που
άνηκαν σε τρεις κατηγορίες:
·
των τραυματιών
με ανάγκη εισαγωγής στο νοσοκομείο,
·
των τραυματιών
με ανάγκη μεταφοράς σε άλλο ίδρυμα για αντιμετώπιση και
·
όσων έφτασαν
νεκροί στο νοσοκομείο ή έχασαν τη ζωή τους κατά την παραμονή τους στο Τμήμα
Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ).
Για τη συμμετοχή
απαραίτητη προϋπόθεση αποτελούσε η συμπλήρωση μίας ειδικής φόρμας καταγραφής
και η ένδειξη για εισαγωγή στο νοσοκομείο.
Οι εισαχθέντες τραυματίες, για την καλύτερη
μελέτη και εξαγωγή των συμπερασμάτων, διαχωρίστηκαν σε πέντε ομάδες ανάλογα με
τη βαρύτητα των κακώσεων τους και σύμφωνα με τον δείκτη Injury
Severity Score (ISS), ως εξής: ISS 1-9,
10-15, 16-24, ISS>25 και ISS άγνωστο.
Όσον αφορά λοιπόν τους τραυματίες που
διακομίζονται νεκροί στο νοσοκομείο, εντύπωση προκαλεί η μεγάλη καθυστέρηση
στην διακομιδή τους, ανεξαρτήτως σοβαρότητας των κακώσεών τους. Έτσι, ένας
ασθενής με σοβαρά τραύματα (ISS >25) κάνει
κατά μέσο όρο 54 λεπτά έως ότου να
φτάσει στο νοσοκομείο, τη στιγμή που ένας ασθενής με τραύμα χαμηλής σοβαρότητας
(ISS 1-9) κάνει κατά μέσο όρο 52 λεπτά. Παρατηρείται δηλαδή μεγάλος χρόνος
μεταφοράς, ανεξαρτήτως βαρύτητας των τραυμάτων, ενώ την ίδια στιγμή ο χρόνος
που χάνεται, αντιστοιχεί στη λεγόμενη «χρυσή ώρα», δηλαδή την πιο κρίσιμη
περίοδος αντιμετώπισης.
Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με την Πανελλαδική
Καταγραφή της ΕΕΤ&ΕΧ, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ο
χρόνος της αναμονής των τραυματιών στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) του
νοσοκομείου, αυξάνεται με βάση τη βαρύτητα των περιστατικών, τη στιγμή που θα περίμενε κάποιος ότι θα συνέβαινε
ακριβώς το αντίθετο.
Πιο συγκεκριμένα, οι ασθενείς με
αποτρέψιμους θανάτους (ISS 1-9)παραμένουν
στο ΤΕΠ για περισσότερο από 1 ώρα και 30 λεπτά.
Ταυτόχρονα, καταγράφεται μεγάλος αριθμός διακομιδών από το ΤΕΠ σε άλλα νοσοκομεία
-και επομένως χάνεται πολύτιμος χρόνος προκειμένου να κρατηθεί στη ζωή ο
ασθενής- ενώ είναι μεγάλος και ο αριθμός των θανάτων σε ασθενείς με χαμηλό ISS.
Επίσης, πραγματοποιούνται πολλές χειρουργικές
παρεμβάσεις σε ασθενείς με μικρής βαρύτητας τραύματα, ενώ προκαλεί ανησυχία ο
τεράστιος χρόνος αναμονής στο ΤΕΠ για όλους τους τραυματίες, αλλά ιδιαίτερα για
όσους μεταφέρθηκαν στη ΜΕΘ ή το χειρουργείο.
Η μεγάλη παραμονή στα Επείγοντα Περιστατικά,
καταδεικνύει την κακή οργάνωση που υπάρχει στα ελληνικά νοσοκομεία, τα ελλιπή μέσα, την κακή διαλογή, την αντιμετώπιση των ασθενών από μη
κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, καθώς και
τη μη εφαρμογή συγκεκριμένων πρωτοκόλλων.
Ο πρόεδρος της ΕΕΤ&ΕΧ, καθηγητής
χειρουργικής, Στυλιανός Κατσαραγάκης σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της καταγραφής επεσήμανε τον προβληματισμό
που προκαλούν σχετικά με την αποτελεσματικότητα του τρόπου αντιμετώπισης στα
νοσοκομεία, όπως αυτά λειτουργούν έως σήμερα.
«Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για αλλαγή της εγχώριας
πολιτικής όσον αφορά την αντιμετώπιση των τραυματιών, κάτι που όμως είναι
δύσκολο να συμβεί, καθώς υπάρχει παντελής έλλειψη καταγραφής βάσει της οποίας
θα γίνει ποιοτικός έλεγχος και διόρθωση των λαθών. Από τη στιγμή που στην
Ελλάδα η συλλογή των πληροφοριών, σχετικά με τους τραυματισμούς, γίνεται σχεδόν
αποκλειστικά από το ΕΚΑΒ και την Τροχαία, δεν υπάρχει ποιοτική αξιολόγηση, παρά
μόνο απλή καταγραφή».