Ανακαλύφθηκε απολίθωμα νεοπλασίας ηλικίας 120.000 ετών
Αμερικανοί επιστήμονες εντόπισαν τον
αρχαιότερο καρκινικό όγκο που έχει βρεθεί ποτέ σε άνθρωπο ή στενό συγγενή του,
γεγονός που δείχνει ότι ο καρκίνος «συνόδευε» ανέκαθεν την ανθρωπότητα, σύμφωνα
με στοιχεία που δημοσιεύονται στο επιστημονικό έντυπο PLoS ONE.
Ο όγκος (κατά πάσα
πιθανότητα καλοήθης) βρέθηκε σε ένα πλευρικό οστό, το οποίο ανήκε σε έναν άνδρα
Νεάντερταλ, που ζούσε στη βόρεια Κροατία, στο σπήλαιο Κράπινα, πριν από περίπου
120.000 χρόνια. Μέχρι σήμερα, η αρχαιότερη γνωστή περίπτωση καρκίνου των οστών
ήταν 4.000 ετών και προερχόταν από αιγυπτιακές μούμιες.
Οι ερευνητές, με
επικεφαλής τον ανθρωπολόγο Ντέηβιντ Φρέιερ του Πανεπιστημίου του Κάνσας,
επισήμαναν ότι «οι περιπτώσεις νεοπλασιών είναι σπάνιες στους προϊστορικούς
ανθρώπινους πληθυσμούς» και χαρακτήρισαν αναπάντεχο το εύρημά τους. Ο όγκος
έχει διάσταση περίπου 30 χιλιοστών και η ύπαρξή του επιβεβαιώθηκε με
ακτινογραφίες και τομογραφίες του απολιθώματος.
Σύμφωνα με τον Δρ
Φρέιερ, «ενδείξεις καρκίνου είναι υπερβολικά σπάνιες στο αρχείο των ανθρωπίνων
απολιθωμάτων. Η συγκεκριμένη περίπτωση δείχνει ότι οι Νεάντερταλ, αν και ζούσαν
σε ένα μη μολυσμένο περιβάλλον, τελικά ήταν ευάλωτοι στο ίδιο είδος καρκίνου με
τους σημερινούς ανθρώπους».
Σύμφωνα με τους
επιστήμονες, ο συγκεκριμένος Νεάντερταλ φαίνεται να έπασχε από ινώδη δυσπλασία,
μια συχνή σκελετική πάθηση στους σύγχρονους ανθρώπους, η οποία συνήθως είναι
καλοήθης και σπάνια μεταλάσσεται σε κακοήθη. Θεωρείται μάλλον άγνωστης
αιτιολογίας, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις προκαλείται από μια γενετική
μετάλλαξη στα κύτταρα που παράγουν τα οστά, με συνέπεια το οστό να
αντικαθίσταται από ινώδη ιστό.
Οι ερευνητές δεν
είναι σε θέση να βγάλουν συμπεράσματα για το αν ήταν σίγουρα κακοήθης η
περίπτωση του Νεάντερταλ, πόσο πονούσε, αν είχε όγκους και σε άλλα οστά και
ποια ήταν η γενικότερη κατάσταση της υγείας του.
Αξίζει να σημειωθεί
ότι, η μέση διάρκεια ζωής των Νεάντερταλ, οι οποίοι εξαφανίστηκαν πριν από
περίπου 30.000 χρόνια, αφήνοντας έκτοτε την Ευρώπη «ελεύθερη» για τους
προγόνους του σύγχρονου «έμφρονος ανθρώπου» (Homo sapiens), πιστεύεται ότι ήταν
περίπου η μισή σε σχέση με σήμερα.