Σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού 686.000 παιδιά στην Ελλάδα
Έχουν ξεπεράσει το μισό εκατομμύρια τα παιδιά που αντιμετωπίζουν κίνδυνο
φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στη χώρα μας, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση «Η Κατάσταση των Παιδιών στην Ελλάδα 2014 - Οι επιπτώσεις της
οικονομικής κρίσης στα παιδιά», της Ελληνική Εθνική Επιτροπή της UNICEF.
Όπως προκύπτει από την αξιολόγηση των στοιχείων
που έκανε η UNICEF σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην
Ελλάδα τα παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού
ανέρχονταν σε 686.000 ή στο 35,4% το 2012, από 30,4% το 2011, με πιο ευάλωτα τα
μονογονεϊκά (74,7%) και τα τρίτεκνα/πολύτεκνα (43,7%) νοικοκυριά.
Παράλληλα μεταξύ 2011 και 2012 τα παιδιά που
ζούσαν κάτω από το όριο της εισοδηματικής φτώχειας αυξήθηκαν κατά 12%, έναντι
8% στο συνολικό πληθυσμό των φτωχών. Αριθμητικά, η αύξηση αυτή αντιστοιχεί σε
56.000 παιδιά.
Ο φτωχός πληθυσμός εμφανίζεται νεότερος από τον
συνολικό, εφόσον τα παιδιά και οι νέοι έως 24 ετών αποτελούν το 30,5% του
συνόλου των φτωχών και τα άτομα άνω των 65 ετών το 14,5%.
Στα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά κάτω των 14
ετών ο κίνδυνος φτώχειας έφθασε το 28,1% το 2012 από 23,2% το 2011. Δύο στα
τρία μονογονεϊκά νοικοκυριά (ποσοστό 66%) απειλείται από τη φτώχεια,
σημειώνοντας αύξηση κατά 22,8 μονάδες από το 2011.
Τα πιο φτωχά παιδιά που ζουν σε νοικοκυριά σε
κίνδυνο φτώχειας κάτω του ορίου του 40% του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου
εισοδήματος ανέρχονταν το 2012 σε 276.000 ή 14,2%, σημειώνοντας αύξηση 47,6% σε
σχέση με το 2011, που ως ποσοστό είναι σημαντικά υψηλότερο από το ποσοστό
αύξησης του επίσημου ορίου της φτώχειας που προσδιορίζεται με βάση το 60% του
μέσου εισοδήματος. Τα παιδιά αυτά ζουν σε νοικοκυριά που το μηνιαίο εισόδημα
για μια τετραμελή οικογένεια με δυο παιδιά κάτω των 14 ετών κυμαινόταν (για το
2012) κάτω από τα 670€.
Τα παιδιά σε κίνδυνο φτώχειας που διαβιούν σε
νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχονταν στο 67,9% το 2012, έχοντας
αυξηθεί μεταξύ 2011 και 2012 κατά 5,4 ποσοστιαίες μονάδες. Ενώ, τα παιδιά που
ζουν σε νοικοκυριά που κανένας ενήλικας δεν εργάζεται, ανέρχονταν σε 292.000 ή
13,2% το 2012, έχοντας αυξηθεί κατά 204.000 από το 2008.
Ο κίνδυνος φτώχειας στους αλλοδαπούς φθάνει το
43,7% για το 2012, ενώ στα παιδιά αυτών (υπολογίζεται η υπηκοότητα του γονέα)
βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα, ξεπερνώντας το 53,1% από 49,6% που ήταν το
2011.
Τα παιδιά ηλικίας έως 18 ετών της ομάδας των
αλλοδαπών/μεταναστών για το 2011 φθάνουν τα 181.000 άτομα, έχουν αυξηθεί από το
2001 κατά 11,8% και αναλογούν στο 9,6% του συνόλου των ανηλίκων της Ελλάδας
(από το 7,8% το 2001). Το 52% των παιδιών αυτών είναι αγόρια και το 48%
κορίτσια.
Γενικότερα, στην Ελλάδα οι ανήλικοι
αλλοδαποί/μετανάστες αποτελούν μια σχεδόν συμπαγή ως προς την υπηκοότητα ομάδα.
Κατά 70,5% προέρχονται από την Αλβανία, 81,5% προέρχονται από όμορες χώρες των
Βαλκανίων και συνολικά κατά 90,3% από την Ευρώπη.
Παράταση της παιδικής ηλικίας λόγω φτώχειας
Τα υψηλά ποσοστά φτώχειας (32,3%) και ανεργίας (58,6%) για το 2012 των
ηλικιακών ομάδων 16-24 και 15-24 ετών αντίστοιχα, σε συνδυασμό με την εκτόξευση
του ποσοστού των ατόμων αντίστοιχων ηλικιακών ομάδων που δεν εργάζονται και
ταυτόχρονα δεν συμμετέχουν σε κάποιας μορφής εκπαίδευση και κατάρτιση, οδηγούν στην
έντονη οικονομική εξάρτηση από τους γονείς τους με αποτέλεσμα να παρατείνουν τη
διάρκεια της παιδικής ηλικίας.
Ενδεικτικό
στοιχείο αποτελεί το υψηλό ποσοστό (73,3%) των νέων ηλικίας 20 έως 29 ετών που
διαμένει με τους γονείς του και η μέση ηλικία εγκατάλειψης της γονεϊκής στέγης
(29,1 έτη) (στοιχεία 2012).
Φθίνει η παιδική εργασία
Αισιοδοξία
δημιουργεί το γεγονός ότι, η παιδική εργασία διαχρονικά παρουσιάζει φθίνουσα
πορεία. Για το έτος 2013 το ποσοστό των εργαζομένων παιδιών (15-18 ετών) στον
αντίστοιχο συνολικό πληθυσμό των παιδιών στην Ελλάδα είναι πολύ μικρό (1,4% ή
6.430 παιδιά), ενώ ποσοστό των οικονομικά μη ενεργών παιδιών είναι η πλειοψηφία
(95,6%) του αντίστοιχου συνολικού πληθυσμού.
Τα
περισσότερα οικονομικά ενεργά παιδιά βρίσκονται στην Αττική (23,7%), στη
Θεσσαλία (13,6%), στην Κεντρική Μακεδονία (12,9%) και στη Στερεά Ελλάδα (9,2%).
Αναλογικά
με τον πληθυσμό των παιδιών (15-18 ετών) σε κάθε περιφέρεια τα οικονομικά
ενεργά παιδιά συναντώνται με μεγαλύτερη συχνότητα στη Θεσσαλία, στη Στερεά
Ελλάδα και στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και με μικρότερη συχνότητα στην
Αττική και Κεντρική Μακεδονία.
Μειώνεται ο παιδικός πληθυσμός
Την ίδια ώρα, ο αριθμός των παιδιών έχει
παρουσιάσει μείωση, συγκριτικά με το 2011, και το 2014 τα παιδιά, ηλικίας
έως 18 ετών, είναι 1.889.916, που αντιστοιχούν στο 17,5% του μόνιμου πληθυσμού
της χώρας (10.815.197), με τα αγόρια να αποτελούν το 51,2% και τα κορίτσια το
48,8%. Τα νοικοκυριά στην Ελλάδα, χωρίς παιδιά κάτω των δεκαπέντε ετών
αναλογούν στο 76,5% και με παιδιά στο 23,5% του συνόλου.
Όπως επισημάνθηκε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου για την παρουσίαση της
έκθεσης, τόσο από τον πρόεδρο της UNICEF, Λάμπρο Κανελλόπουλο, όσο και από τον
γενικό διευθυντή, Ηλία Λυμπέρη, η πληθυσμιακή συμπίεση των παιδιών περιορίζει
την κοινωνική τους παρουσία και ουσιαστικά οδηγεί στην αγνόησή τους σε όλες τις
εκφάνσεις και διαστάσεις της κοινωνικής ζωής με άμεσο αντίκτυπο τόσο στις
αντιλήψεις γι' αυτά, όσο και στην αναγκαιότητα να αντιμετωπίζονται ως κατηγορία
και ζήτημα ιδιαίτερης σημασίας στο πλαίσιο των δημόσιων πολιτικών και
ειδικότερα των πολιτικών για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων τους.
Αυτό αποτυπώνεται και στα ποσοστά εγγραφής στην
πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, που είναι μεν πολύ υψηλά στην Ελλάδα,
αλλά η συμμετοχή των παιδιών στην προσχολική εκπαίδευση παραμένει χαμηλή. Πέρα
από παράγοντες που συνδέονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής
κοινωνίας, σε αυτό συμβάλει η ανεπιτυχής εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου και οι ελλείψεις
σε υποδομές.
Να σημειωθεί ότι, από το 2006 είναι υποχρεωτική
η εγγραφή στο νηπιαγωγείο παιδιών ηλικίας πέντε ετών. Το πρόβλημα που
παρουσιάζεται είναι ότι, ακόμα και αν οι θέσεις στα νηπιαγωγεία επαρκούν για
την κάλυψη των αναγκών των νηπίων που πρέπει να εγγραφούν υποχρεωτικά, δεν
συμβαίνει το ίδιο με τα νήπια δεύτερης ηλικίας (προνήπια) με αποτέλεσμα να
παραμένουν σε παιδικούς σταθμούς, είτε να αναγκάζονται να στρέφονται σε
ιδιωτικά νηπιαγωγεία, το οποίο συνεπάγεται οικονομική επιβάρυνση.
Ωστόσο, η πρόωρη αποχώρηση από την εκπαίδευση
και την κατάρτιση στην Ελλάδα μεταξύ των ετών 2008 και 2013 μειώθηκε κατά 4,6
ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας το 2013 στο 10,2%. Η συσχέτιση της πρόωρης
αποχώρησης από την εκπαίδευση, του περιορισμού της παιδικής εργασίας και της
αύξησης της ανεργίας, πιθανόν να καθιστά πιο ελκυστική την παραμονή και την
επένδυση στην εκπαίδευση απ’ ότι την πρώιμη ένταξη στην αγορά εργασίας.
Αναγκαίες οι πολιτικές για
τα δικαιώματα του παιδιού
Η έκθεση της UINICEF καταλήγει στην δυσάρεστη
διαπίστωση ότι, δεν έχει παρατηρηθεί καμιά σημαντική πρόοδος στον σχεδιασμό της
Πολιτείας για την εφαρμογή των δικαιωμάτων των παιδιών. Επισημαίνει λοιπόν ότι,
είναι επιτακτική ανάγκη η κατάρτιση ενός οργανωμένου Σχεδίου Δράσης για τα
Δικαιώματα του Παιδιού και η ύπαρξη ενός κεντρικού φορέα, ο οποίος θα
λειτουργεί ως επιστημονικό κέντρο μελέτης, σχεδιασμού και συντονισμού εφαρμογής
των πολιτικών για τα δικαιώματα του παιδιού.
Ταυτόχρονα η έκθεση κάνει προτάσεις για τη
βελτίωση της κατάστασης των παιδιών στη χώρα μας. Για το δημογραφικό πρόβλημα
προτείνεται η λήψη πολυεπίπεδων μέτρων (φορολογικών, επιδοματικών, παροχών σε
είδος, υποστηρικτικές δομές) ώστε η απόκτηση περισσότερων παιδιών να καθίσταται
ελκυστική, ενώ καίριας σημασίας είναι η ύπαρξη ενός κεντρικού φορέα που θα
λειτουργεί ως επιστημονικό κέντρο μελέτης, σχεδιασμού και εφαρμογής των
πολιτικών για τα δικαιώματα του παιδιού.
Για την αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας και
τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, η UNICEF προτείνει την καθιέρωση ενός
Γενικού Προγράμματος «Eλαχίστου Eγγυημένου Eισοδήματος», θεσμός ο οποίος
αποτελεί από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης της φτώχειας και
για τον λόγο αυτό εφαρμόζεται σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, τη λήψη
στοχευμένων μέτρων ανακούφισης των μονογονεϊκών νοικοκυριών και των νοικοκυριών
με τρία ή περισσότερα παιδιά, τα οποία είναι πιο ευάλωτα στη φτώχεια και την στήριξη των φτωχότερων οικογενειών με παιδιά που εμφανίζουν
αυξημένη αδυναμία ικανοποίησης βασικών και καθημερινών αναγκών διαβίωσης
(κυρίως θέρμανση και διατροφή).
Τέλος, προτείνεται η αύξηση του ποσού των
παροχών κοινωνικής προστασίας για τη λειτουργία οικογένειας και την απόκτηση
παιδιών, την καλύτερη στόχευση των κοινωνικών επιδομάτων, καθώς στην Ελλάδα
έχουν την μικρότερη επίδραση στη μείωση της παιδικής φτώχειας απ’ όλες τις
χώρες της Ευρώπης, την διεύρυνση των δικαιούχων των οικογενειακών επιδομάτων με
πιο έντονα κοινωνικά κριτήρια και όχι μόνο οικονομικά και τη ρύθμιση του
θεσμικού πλαισίου με τέτοιο τρόπο ώστε όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως προϋποθέσεων,
να δικαιούνται δωρεάν ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη. Επίσης, την
αύξηση της συμμετοχής στην προσχολική εκπαίδευση, μέσω διάθεσης πόρων και
προσωπικού, ώστε όλα τα παιδιά άνω των τεσσάρων ετών να έχουν πρόσβαση σε
ποιοτική προσχολική εκπαίδευση.