Παραφιλία
Mε τον όρο παραφιλία στην ψυχολογία και τη σεξολογία αναφέρεται μία σειρά από εκφράσεις της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, που χαρακτηρίζεται από σεξουαλική διέγερση που προκαλείται από ενέργειες ή καταστάσεις που δεν σχετίζονται άμεσα με τον συνηθισμένο τρόπο σεξουαλικής συνεύρεσης. Η παραφιλία αφορά στις περισσότερες περιπτώσεις και τα δύο φύλα.
Ο όρος μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να καταδείξει μη «κανονικές» σεξουαλικές πρακτικές, χωρίς απαραίτητα να συνεπάγεται ότι είναι και «λανθασμένες».
Στην πραγματικότητα ο όρος επινοήθηκε για να αντικαταστήσει, σε μια πιο αυστηρή επιστημονική ταξινόμηση, τον παλιό ορισμό της σεξουαλικής διαστροφής ή σεξουαλικής απόκλισης, μεταξύ των οποίων στο παρελθόν περιλαμβανόταν και η ομοφυλοφιλία καθώς και άλλες μορφές σεξουαλικότητας όπως η ομαδική συνουσία.
Κύριες παραφιλίες
Κλινικά έχουν αναγνωριστεί 8 μεγάλες μορφές παραφιλικής συμπεριφοράς. Για να θεωρηθούν ταυτόχρονα ως ασθένειες, θα πρέπει να έχουν επικρατήσει στη σεξουαλική ζωή ενός ατόμου, παρεμβαίνοντας με σημαντικό τρόπο στην κανονική του ζωή καθώς και στη σχέση που αναπτύσσει με άλλους ανθρώπους.
• Επιδειξιομανία: Τάση προς έκθεση των γεννητικών οργάνων προς ένα στοχευμένο πρόσωπο.
• Φετιχισμός: Χρησιμοποίηση αντικειμένων που δεν σχετίζονται άμεσα με τη σεξουαλικότητα (π.χ. παπούτσια, είδη ένδυσης κλπ.) ή τα μέρη του σώματος ενός ατόμου, ώστε να ενεργοποιηθεί η σεξουαλική διέγερση.
• Εφαψιμανία: Η ανάγκη που οδηγεί στην αφή του σώματος ενός προσώπου, συνήθως παρά τη θέλησή του τελευταίου.
• Παιδοφιλία ή παιδεραστία: Έλξη προς παιδιά (αγόρια ή κορίτσια) προεφηβικής ηλικίας.
• Σεξουαλικός σαδισμός: Ανάγκη σεξουαλικής έκφρασης με πόνο ή εξευτελισμό προς τον / την σεξουαλικό σύντροφο.
• Σεξουαλικός μαζοχισμός: Αναζήτηση αισθήματος πόνου ή ταπείνωσης.
• Παρενδυσία: Διέγερση και σεξουαλική ευχαρίστηση με την αμφίεση των ρούχων του αντίθετου φύλου.
• Ηδονοβλεψία: Διέγερση με την οπτική επαφή σεξουαλικής συνεύρεσης τρίτων προσώπων, κρυφά ή φανερά.
Παραφιλίες μη προσδιοριζόμενες αλλού
Άλλες, λιγότερο συχνές μορφές παραφιλίας, ομαδοποιούνται υπό τον όρο σεξουαλική διαταραχή. Από το 1987, αυτή η ομαδοποίηση προσδιορίστηκε ως παραφιλία μη προσδιοριζόμενη αλλού. Έχουν καταγραφεί περισσότερες από 100 περιπτώσεις, κυριότερες εκ των οποίων είναι:
• Αποτεμνοφιλία ή αβασιοφιλία: Σεξουαλική δραστηριότητα με άτομα με ειδικές ανάγκες ή ανάπηρα.
• Καθετηροφιλία: Διέγερση με τη χρήση καθετήρων
• Κλυσμαφιλία: Διέγερση με τη λήψη κλύσματος
• Ουροφιλία ή ουρολαγνεία: Διέγερση με τη θέα, οσμή ή κατάποση ούρων.
• Κοπροφιλία ή κοπρολαγνεία: Διέγερση με τη θέα, οσμή ή γεύση κοπράνων.
• Τηλεφωνική σκατοφιλία: Διέγερση που προκαλεί τηλεφωνική συνδιάλεξη με γνωστό ή άγνωστο πρόσωπο και πρόστυχη συνομιλία.
• Φοβολαγνεία: Διέγερση που προκαλείται υπό το αίσθημα του φόβου.
• Γεροντοφιλία: Αναζήτηση ηλικιωμένου ερωτικού συντρόφου.
• Νεκροφιλία: Διέγερση στη σκέψη, τη θέα ή τη σεξουαλική επαφή με πτώματα.
• Νοσοφιλία: Αναζήτηση συνεύρεσης με άτομα που ασθενούν.
• Ζωοφιλία ή κτηνοβασία: Σεξουαλική επαφή με ζώα.
• Υποξυφιλία ή ασφυξιοφιλία: Επίτευξη διέγερσης λόγω της μειωμένης παροχής αρτηριακού αίματος, η οποία προκαλεί έλλειψη οξυγόνου.
Από τη λίστα έχει αφαιρεθεί με τη συγκατάθεση των ψυχιάτρων η ομοφυλοφιλία, περιοριζόμενη ως παραφιλία μόνο όταν συνδυάζεται με κάποια από την προαναφερθείσα κατηγοριοποίηση. Οι περιπτώσεις των παραφιλιών όπου δεν τηρείται η συναίνεση και των δύο προσώπων (π.χ. επιδειξιμανία), δεν είναι κοινωνικά αποδεκτές. Οι περιπτώσεις της παιδοφιλίας και της νεκροφιλίας αποτελούν ποινικά κολάσιμες πράξεις και διώκονται στις περισσότερες κοινωνίες του κόσμου. (Για την περίπτωση της νεκροφιλίας εμπεριέχεται το αδίκημα της προσβολής νεκρού).