Καρκίνος: Πως πρέπει να γίνεται η ενημέρωση του ασθενή;
Στο ερώτημα «Αν είχατε καρκίνο θα θέλατε να το ξέρετε;»
η απάντηση που δίνει το 50% των ερωτηθέντων είναι «ναι, θα ήθελα να το ξέρω».
Ωστόσο από 'κει και πέρα προκύπτει το ερώτημα πως θα πρέπει ο ογκολογικός ασθενής
να μάθει από τι πάσχει;
«Η εξατομικευμένη πληροφόρηση δεν είναι κάτι τόσο εύκολο. Θέλει αρκετές συναντήσεις
με τον ασθενή και την οικογένειά του για να μπορέσουμε να καταλάβουμε πόσο θέλει
να πληροφορηθεί ο άρρωστος και σε ποιο χρόνο. Δηλαδή αυτό που μας κατευθύνει βασικά
είναι η επιθυμία του αρρώστου. Αυτό που δεν πρέπει να κάνουμε είναι να τον παραπλανούμε
ενεργητικά, να του λέμε κάποια πράγματα με τα οποία τον απομακρύνουμε από την προσπάθειά
του να μάθει εφόσον θέλει να μάθει. Τα παλαιότερα χρόνια υπήρχε μια πιο πατερναλιστική
στάση, να το λέμε παντού. Αυτό είναι ίσως πιο εύκολο για το προσωπικό υγείας. Φαίνεται
όμως ότι αυτό δεν είναι το καλύτερο για τον ίδιο τον άρρωστο» εξηγεί ο ψυχίατρος
επίκουρος καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, Γρηγόρης Λαυρεντιάδης.
Η γνωριμία με την επιστήμη του θανάτου, τη θανατολογία ή ψυχογκολογία όπως
έχει επικρατήσει να λέγεται σήμερα αποτέλεσε το αντικείμενο εισήγησης του κ.Λαυρεντιάδη
στο συνέδριο με θέμα: Στοχασμός του Θανάτου: Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις» που διεξάγεται
από στη Θεσσαλονίκη.
«Παρακολουθώ ανθρώπους με καρκίνο. Η διατριβή μου στη δεκαετία του '80 ήταν
η πληροφόρηση του αρρώστου. Εκείνη την εποχή έθεταν το ερώτημα 'αν έχεις καρκίνο
θα ήθελες να το ξέρεις;'. Στο πλαίσιο αυτό οι μισοί λέγανε ότι θέλουν να το ξέρουν.
Έτσι δήλωναν, αλλά το τι θέλανε είναι κάτι άλλο. Εκείνη την εποχή αυτό ήταν κάτι
το οποίο δεν το φανταζόμασταν και αυτό στο οποίο καταλήγαμε ήταν ότι στην πραγματικότητα
το ξέρουν αλλά εμείς νομίζουμε ότι δεν το ξέρουν. Από τη στιγμή που παρουσιάζει
μια αρρώστια ο ασθενής σκέφτεται ότι είναι καρκίνος. Δηλαδή η σοβαρή υποψία στον
καρκίνο υπάρχει, αυτή είναι η αλήθεια», αναφέρει ο κ.Λαυρεντιάδης.
Στο ερώτημα αν αξίζει να υποβάλλεται σε επώδυνες θεραπείες ο ασθενής που
βρίσκεται σε τελικό στάδιο και δεν υπάρχουν ελπίδες επιβίωσης, ο κ.Λαυρεντιάδης
δίνει την εξής απάντηση: «Σε αυτό στηρίζεται η πληροφόρηση του ασθενή, ο οποίος
τελικά θα πρέπει να συναινέσει στη θεραπευτική παρέμβαση. Δηλαδή αν ο ίδιος δεν
θέλει να πάρει κάποια θεραπεία, να μη την πάρει. Ο άρρωστος μπορεί να ζητήσει από
το νοσοκομείο στο οποίο νοσηλεύεται, αν παρουσιάσει κάποια κατάσταση που είναι κοντά
στο θάνατο, να μη χρησιμοποιηθούν τα συμβατικά μέσα για να τον κρατήσουν στη ζωή.
Για το πώς θα γίνει αυτό σήμερα υπάρχει πολύ μεγάλη τεχνογνωσία. Συνήθως όμως ελπίζουμε
μέχρι την τελευταία στιγμή. Η επιθυμία του ασθενούς να μη κρατηθεί με μηχανικούς
τρόπους στη ζωή είναι παθητική ευθανασία. Αν δηλαδή ο ίδιος ο ασθενής εκφράσει την
επιθυμία ότι δεν θέλει να τον συντηρήσουν στη ζωή με εντατικό τρόπο ή με μεθόδους
που είναι προχωρημένες, σίγουρα από την πλευρά του είναι ένα είδος παθητικής ευθανασίας.
Αυτό είναι κάτι που εφαρμόζεται σε νοσοκομεία του εξωτερικού και σε κάποιες περιπτώσεις
και στο δικό μας χώρο» .
Σύμφωνα με τον κ.Λαυρεντιάδη η συμβουλευτική ψυχολογική υποστήριξη στους
ογκολογικούς ασθενείς περιλαμβάνει ειδικές ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις τόσο στον
ίδιο τον άρρωστο όσο και στην οικογένειά του που τον φροντίζει.
«H αποτελεσματική ανακούφιση από το βίωμα της νόσησης από καρκίνο περιλαμβάνει
μια θεραπευτική σχέση που στηρίζεται στην ειλικρίνεια, την υπευθυνότητα και τη συναισθηματική
εμπλοκή. Ο θεραπευτής χρειάζεται να παλέψει, να δημιουργήσει σε σύντομο χρονικό
διάστημα μια πραγματική πρόσωπο με πρόσωπο σχέση μέσα από έναν αληθινό διάλογο ανάμεσα
στον ασθενή και σε έναν ανθρώπινο, ευάλωτο θεραπευτή. Στην πράξη όμως η οικογένεια
είναι εκείνη η οποία στηρίζει τον ασθενή. Αυτό που μπορεί να κάνει τις περισσότερες
φορές ο θεραπευτής, που δεν το κάνει βέβαια, είναι να βοηθήσει την οικογένεια να
κρατήσει αυτό το ρόλο», καταλήγει ο κ.Λαυρεντιάδης.
Και μετά τον θάνατο, ο θρήνος
Ο θρήνος είναι μια φυσιολογική συναισθηματική αντίδραση των ατόμων στην απώλεια
και μπορεί να εκδηλωθεί με ποικίλους τρόπους. «Έχει υποστηριχθεί ότι στους ανθρώπους
οι οποίοι βιώνουν μια βαθιά αμετάκλητη απώλεια παρατηρούνται ορισμένες κοινές αντιδράσεις,
κοινά συναισθήματα και κοινές διεργασίες προσαρμογής. Η διεργασία του θρήνου αναφέρεται
στον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται να αντιμετωπιστεί η απώλεια και η θλίψη και
συνεπώς αφορά, την προσπάθεια που καταβάλλεται προκειμένου να διευθετηθούν οι νέες
εμπειρίες και να ενταχθούν στο βίο που συνεχίζεται» επισημαίνει η αναπληρώτρια καθηγήτρια
του τμήματος Ψυχολογίας του ΑΠΘ, Ζαϊρα Παπαληγούρα
αναφερόμενη στη διαδικασία του θρήνου.
«Έχουν προταθεί διάφορα θεωρητικά μοντέλα τα οποία επιχειρούν να κατανοήσουν
και να ερμηνεύσουν την πορεία του θρήνου. Ωστόσο, παρά τις κοινές αντιδράσεις των
ατόμων στο βίωμα μιας απώλειας, ο τρόπος που θα βιωθεί ο θρήνος θα εξαρτηθεί και
από την προσωπική ιστορία των ατόμων, από τη σχέση με τον θανόντα αλλά και από τις
συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε ο θάνατος. Συνεπώς, στην κατανόηση της πορείας
του φυσιολογικού θρήνου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η υποκειμενική πραγματικότητα
της απώλειας, έτσι όπως βιώνεται διαφορετικά από κάθε άνθρωπο και κάθε οικογένεια
στο εκάστοτε πολιτισμικό πλαίσιο» προσθέτει η κ.Παπαληγούρα.
health.in.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ