Κατώτερο των προσδοκιών το πρώτο πειραματικό εμβόλιο κατά του δάγκειου πυρετού

Αναζήτηση

Κατώτερο των προσδοκιών το πρώτο πειραματικό εμβόλιο κατά του δάγκειου πυρετού

Τα αρχικά αποτελέσματα από τις δοκιμές του πρώτου εμβολίου κατά του δάγκειου πυρετού, είναι πολύ κατώτερα του αναμενομένου. Πάντως ορισμένοι επιστήμονες τα θεωρούν ως ενθαρρυντική πρόοδο στη μάχη κατά της νόσου, για την οποία δεν υπάρχει ακόμα θεραπεία.

Η συνολική αποτελεσματικότητα του εμβολίου είναι της τάξης του 30%, πολύ χαμηλότερη από το 70% που αρχικά αναμενόταν.

Ο δάγκειος πυρετός προκαλεί πυρετό, έντονο πόνο στα οστά και τους μυς, καθώς και αιμορραγία. Μεταδίδεται με τα κουνούπια (του είδους Aedes aigypti), όπως η ελονοσία και ο ιός του Δυτικού Νείλου, και μολύνει κάθε χρόνο 50 έως 100 εκατ. ανθρώπους, κυρίως στην Ασία, την Αφρική και τη Νότια Αμερική.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, περίπου ο μισός πληθυσμός της Γης κινδυνεύει κάποια στιγμή να νοσήσει από δάγκειο πυρετό, ο οποίος ανήκει στην ίδια κατηγορία με τον κίτρινο πυρετό και την ιαπωνική εγκεφαλίτιδα (όμως και για τις δύο αυτές νόσους υπάρχουν ήδη αποτελεσματικά εμβόλια).

Πολλοί ασθενείς με δάγκειο πυρετό έχουν απλώς συμπτώματα γρίπης, αλλά η ασθένεια μπορεί να εξελιχθεί σε πιο σοβαρή και επώδυνη μορφή, που αποβαίνει τελικά θανατηφόρα. Οι περισσότεροι ασθενείς επιζούν μετά την μόλυνση, που σκοτώνει περίπου 20.000 ανθρώπους ετησίως, κατά κύριο λόγο παιδιά.

Τα κρούσματα της νόσου έχουν αυξηθεί διεθνώς δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες (σχετικό πρόσφατο περιστατικό αναφέρθηκε και στη χώρα μας, στο Αγρίνιο). Πριν το 1970 μόνο σε εννέα χώρες σημειώνονταν επιδημίες δάγκειου πυρετού, ενώ σήμερα η νόσος ενδημεί σε πάνω από 100 χώρες, ιδίως στις μεγαλουπόλεις των τροπικών περιοχών.

Η δυσκολία καταπολέμησης της ασθένειας μέσω εμβολίου έγκειται στο ότι προκαλείται όχι από έναν μόνο ιό, αλλά από τέσσερις συγγενικούς ιούς (Denv 1, 2, 3 και 4). Η ανοσοποίηση έναντι του ενός ιού δεν προσφέρει προστασία και για τους υπόλοιπους.

Επιπλέον, η ασθένεια φαίνεται να πλήττει μόνο τους ανθρώπους, συνεπώς δεν μπορούν να γίνουν οι σχετικές δοκιμές σε ζώα.

Το υποψήφιο εμβόλιο που αναπτύσσεται από τη γαλλική φαρμακευτική εταιρία Sanofi Pasteur, με την ονομασία CYD-TDV δοκιμάστηκε σε περίπου 4.000 παιδιά ηλικίας 4 έως 11 ετών στην Ταϊλάνδη, από τα οποία τα 2.400 πήραν τρεις δόσεις του εμβολίου κατά του δάγκειου πυρετού σε χρονικά διαστήματα έξι μηνών, ενώ τα υπόλοιπα είτε έκαναν κάποιο άλλο εμβόλιο (λύσσας) ή εικονικό εμβολιασμό (πλασέμπο).

Τα αποτελέσματα, που παρουσιάστηκαν στο επιστημονικό έντυπο The Lancet, δείχνουν ότι περίπου δύο χρόνια μετά τον εμβολιασμό υπήρξαν συνολικά 134 κρούσματα δάγκειου πυρετού. Στην ομάδα των παιδιών που είχαν εμβολιαστεί, περίπου το 2,8% εμφάνισαν τη νόσο, έναντι ελαφρώς αυξημένου ποσοστού 4,4% στις ομάδες που δεν είχαν εμβολιαστεί κατά του δάγκειου πυρετού.

Η διαφορά της τάξης του 1,5% δεν κρίνεται αρκετή για να θεωρηθεί το εμβόλιο ότι παρέχει επαρκή προστασία, αν και -αυτό θεωρείται πολύ θετικό- δεν αναφέρθηκαν παρενέργειες από τη λήψη του εμβολίου.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το εμβόλιο φαίνεται να παρέχει μερική προστασία έναντι των τριών από τους τέσσερις ηπιότερους ιούς που μπορεί να προκαλέσουν τη νόσο, ενώ δεν φάνηκε να παρέχει καμία προστασία κατά του πιο επικίνδυνου τύπου 2 του δάγκειου πυρετού (Denv 2).

Νέες δοκιμές σε μεγαλύτερο δείγμα πληθυσμού (περίπου 31.000 ανθρώπους) και σε περισσότερες χώρες ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη και αναμένεται να δώσουν μια πιο καθαρή εικόνα για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου.

Η φαρμακευτική εταιρία ελπίζει να κάνει ετήσιες πωλήσεις ενός δισεκατομμυρίου ευρώ από το εν λόγω εμβόλιο, γι' αυτό έχει ήδη επενδύσει 350 εκατ. ευρώ για να κατασκευάσει εργοστάσιο παραγωγής του στη Γαλλία.

Και άλλες φαρμακευτικές αναπτύσσουν δοκιμαστικά εμβόλια κατά του δάγκειου πυρετού, αλλά η Sanofi Pasteur βρίσκεται σε πολύ πιο προχωρημένο στάδιο.

Ανεξάρτητοι επιστήμονες δεν δηλώνουν ακόμα οριστικά απογοητευμένοι από τη σχετική αποτυχία του γαλλικού εμβολίου, θεωρώντας ότι η εταιρία ίσως θα έπρεπε να κάνει κάποιες αλλαγές στη σύστασή του ή να δημιουργήσει ξεχωριστά εμβόλια για κάθε διαφορετικό τύπου της νόσου.

health.in.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ