Εγκρίθηκε η πρώτη θεραπεία για τη μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ

Αναζήτηση

Εγκρίθηκε η πρώτη θεραπεία για τη μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ

Την έγκριση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ) έλαβε η δραστική ουσία ναλμεφαίνη για τη μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ, σε ενήλικες πάσχοντες από αλκοολισμό. Η άδεια κυκλοφορίας της ναλμεφαίνης βασίστηκε στα αποτελέσματα τριών κλινικών μελετών που αξιολόγησαν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλειά του σκευάσματος, σε σύγκριση με εικονικό σκεύασμα, σε περίπου 2.000 ασθενείς με εξάρτηση από το αλκοόλ.

Η έγκριση της ναλμεφαίνη ισχύει για το σύνολο των 27 μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η κυκλοφορία του σκευάσματος στις πρώτες ευρωπαϊκές αγορές εκτιμάται ότι θα ξεκινήσει στα μέσα του 2013, εφόσον ολοκληρωθούν οι διαδικασίες τιμολόγησης και αποζημίωσης από τα ασφαλιστικά ταμεία.

Η ναλμεφαίνη είναι ένας μοναδικός, διπλής δράσης, ρυθμιστής του οπιοειδούς συστήματος που δρα στο σύστημα του εγκεφάλου που σχετίζεται με τα κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, το οποίο είναι απορυθμισμένο σε ασθενείς με εξάρτηση από το αλκοόλ. Η συγκεκριμένη ουσία θεωρείται ότι μειώνει τις ενισχυτικές επιδράσεις του αλκοόλ και κατά συνέπεια μειώνει την ανάγκη για κατανάλωση αλκοόλ. 

Η ναλμεφαίνη θα λαμβάνεται ως μέρος μιας καινοτόμου θεραπευτικής αντιμετώπισης, η οποία θα περιλαμβάνει και συνεχή ψυχοκοινωνική υποστήριξη που εστιάζει στη συμμόρφωση με τη θεραπεία και στη μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ. 

Η συνιστώμενη χορήγηση της είναι ένα δισκίο την ημέρα (κατά προτίμηση 1-2 ώρες πριν από την προβλεπόμενη ώρα της κατανάλωσης) τις ημέρες που ο ασθενής αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο κατανάλωσης αλκοόλ (>60γρ./ημέρα για άντρες και >40γρ./ημέρα για τις γυναίκες), δεν αντιμετωπίζει στερητικό σύνδρομο και δεν χρήζει άμεσης απεξάρτησης. 

Ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με ναλμεφαίνη παρουσίασαν μείωση κατά 40% στη συνολική κατανάλωση αλκοόλ εντός του πρώτου μήνα, ενώ μετά από έξι μήνες, η κατανάλωση αλκοόλ μειώθηκε κατά περίπου 60%. Αυτό αντιστοιχεί σε μια μέση μείωση ίση σχεδόν με ένα μπουκάλι κρασί την ημέρα. Τα δεδομένα από τη μελέτη διάρκειας ενός έτους κατέδειξαν και τη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα της ναλμεφαίνη πέραν των έξι μηνών. Η δραστική ουσία είναι γενικά καλά ανεκτή και οι ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν συνήθως ήπιες έως μέτριες και παροδικές.

«Για ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενών με εξάρτηση από το αλκοόλ, η μείωση της κατανάλωσής του είναι ένας πιο αποδεκτός και ρεαλιστικός στόχος θεραπείας», σχολίασε ο Δρ Καρλ Φ. Μαν, επικεφαλής του Τμήματος Ουσιοεξαρτήσεων του Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας στο Μανχάιμ της Γερμανίας. «Με αυτήν την επιλογή θεραπείας ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο για τη θεραπεία της εξάρτησης από το αλκοόλ», υπογράμμισε.

Η υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ είναι συχνή σε πολλές χώρες στον κόσμο. Ειδικά στην Ευρώπη περισσότεροι από 14 εκατομμύρια άνθρωποι είναι εξαρτημένοι από το αλκοόλ, την ίδια στιγμή που το θεραπευτικό κενό είναι τεράστιο, καθώς μόλις το 8% αυτών τυγχάνουν οποιασδήποτε θεραπείας. Τόσο η αποχή όσο και η μείωση της κατανάλωσης θα έπρεπε να θεωρούνται μέρος μιας ολοκληρωμένης θεραπευτικής προσέγγισης για ασθενείς εξαρτημένους από το αλκοόλ.

Η εξάρτηση από το αλκοόλ θεωρείται νόσος του εγκεφάλου με υψηλές πιθανότητες προοδευτικής επιδείνωσης. Το αλκοόλ είναι τοξικό για τα περισσότερα όργανα του σώματος, ενώ το επίπεδο κατανάλωσης είναι στενά συνδεδεμένο με τον κίνδυνο μακροπρόθεσμης νοσηρότητας και θνησιμότητας. Το αλκοόλ αποτελεί αιτιολογικό παράγοντα για περισσότερες από 60 ασθένειες και τραυματισμούς.

Γενετικοί και περιβαλλοντολογικοί παράγοντες επηρεάζουν σημαντικά την εξάρτηση από το αλκοόλ. Οι γενετικοί παράγοντες υπολογίζεται ότι αντιπροσωπεύουν το 60% του κινδύνου εκδήλωσης της νόσου.

Ένα βασικό χαρακτηριστικό της εξάρτησης από το αλκοόλ είναι η συχνά ακατανίκητη επιθυμία για αλκοόλ. Οι ασθενείς αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον έλεγχο της κατανάλωσης του αλκοόλ και συνεχίζουν να το καταναλώνουν παρά τις επιβλαβείς επιπτώσεις που αυτό επιφέρει. 

Η διάγνωση της εξάρτησης από το αλκοόλ απαιτεί τουλάχιστον τη συνύπαρξη τριών από τα έξι κριτήρια στην κατάταξη κατά ICD-10 όπως ορίζονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO).

health.in.gr