Δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου στη σύγχρονη Ιατρική

Δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου στη σύγχρονη Ιατρική

Οι εξελίξεις στην Ιατρική Επιστήμη και Τεχνολογία καθιστούν πλέον λιγότερο ξεκάθαρη τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, με συνέπεια οι γιατροί σε ορισμένες περιπτώσεις να δυσκολεύονται να αποφανθούν αν ο ασθενής είναι κλινικά νεκρός ή όχι. 

Το θέμα απασχόλησε έντονα τους συμμετέχοντες στο ετήσιο συνέδριο Ευρωπαϊκής Εταιρίας Αναισθησιολογίας, που ομόφωνα αποφάσισαν ότι στο άμεσο μέλλον θα πρέπει να γίνουν περισσότερες έρευνες πάνω στο «όριο» ζωής και θανάτου, ώστε να συνταχθούν σαφείς και ενιαίες κατευθυντήριες οδηγίες για την διάγνωση του θανάτου. 

Ήδη ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει αρχίσει να διαμορφώνει μια τέτοια επιστημονική συναίνεση.

Αφορμή για την συζήτηση των ασαφών ορίων μεταξύ ζωής και θανάτου, στάθηκε η παρουσίαση στοιχείων από τον Δρ Άλεξ Μανάρα, αναισθησιολόγο στο Νοσοκομείο του Μπρίστολ, στη Μ.Βρετανία, για τις περιπτώσεις 30 ανθρώπων που ενώ είχαν θεωρηθεί νεκροί, στην συνέχεια «επέστρεψαν» στη ζωή με αποτέλεσμα να τίθεται από τους γιατρούς το ερώτημα της βελτίωσης των κριτηρίων διάγνωσης του θανάτου. 

Για να θεωρηθεί κάποιος ασθενής νεκρός, οι γιατροί βεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει καρδιακός παλμός, αναπνοή και δεν έχει αντιδράσεις σε εξωτερικά ερεθίσματα. 

Ο Δρ Μανάρα εξήγησε ωστόσο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι γιατροί δεν αφιερώνουν επαρκή χρόνο στην παρατήρηση των βιολογικών λειτουργιών του ασθενούς, με αποτέλεσμα να σπεύδουν λανθασμένα να τον χαρακτηρίσουν νεκρό. Πρότεινε μάλιστα να αναθεωρηθούν οι παγκόσμιες κατευθυντήριες οδηγίες ώστε να απαιτείται υποχρεωτικά η εξέταση του ασθενή για τουλάχιστον πέντε λεπτά, και έτσι να αποφεύγονται οι λανθασμένες διαγνώσεις περί θανάτου. 

Σήμερα, ο ελάχιστος απαιτούμενος χρόνος εξέτασης για να διαγνωστεί κάποιος ως νεκρός, ποικίλει από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ και την Αυστραλία είναι δύο λεπτά, στη Βρετανία πέντε, ενώ στην Ιταλία 20 (ιδίως όταν υπάρχει περίπτωση να ληφθούν όργανα από τον νεκρό για μεταμόσχευση). 

Επιστημονικές μελέτες έχουν τεκμηριώσει ότι αν ο εγκέφαλος στερηθεί για πέντε λεπτά οξυγόνου και αίματος, λόγω ανακοπής της καρδιακής λειτουργίας, τότε υφίσταται μόνιμη βλάβη. 

Από την άλλη, συχνά στις μονάδες εντατικής θεραπείας, όπου η καρδιά και οι πνεύμονες του ασθενούς υποστηρίζονται μηχανικά, οι γιατροί χρησιμοποιούν την έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου», κάνοντας συνήθως νευρολογικά τεστ για να πιστοποιήσουν αν υπάρχει οποιαδήποτε εγκεφαλική λειτουργία. Όμως τα κριτήρια εγκεφαλικού θανάτου διαφέρουν επίσης από χώρα σε χώρα. Σε κάποιες χώρες, όπως ο Καναδάς αρκεί μόνο ένας γιατρός για να διαγνώσει τον εγκεφαλικό θάνατο, ενώ σε άλλες, όπως στη Μ. Βρετανία απαιτούνται δύο γιατροί και σε κάποιες άλλες όπως η Ισπανία, τρεις. 

Τέλος, ποικίλουν τα απαιτούμενα νευρολογικά-εγκεφαλικά τεστ, καθώς και ο χρόνος παρατήρησης του ασθενούς, ωσότου ανακοινωθεί επίσημα ο θάνατός του. 

Σύμφωνα με τον καθηγητή Αναισθησιολογίας του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης Ρικάρδ Βαλέρο, «τέτοιες διαφορές στην ιατρική πρακτική δεν φαίνονται λογικές», γι' αυτό πρέπει να υπάρξει μια παγκόσμια συμφωνία σχετικά με τα διαγνωστικά κριτήρια του εγκεφαλικού θανάτου. 

health.in.gr