Νέα αποτελεσματικά όπλα για την αντιμετώπιση του καρκίνου
Καινοτόμες στοχευμένες θεραπείες, αλλά και εξατομικευμένες θεραπείες
προσαρμοσμένες στις ανάγκες των ασθενών, σηματοδοτούν μια νέα εποχή στην αντιμετώπιση
του καρκίνου, δίνοντας πολύτιμες πληροφορίες στους επιστήμονες για την επιλογή
της πιο αποτελεσματικής θεραπευτικής αγωγής για κάθε ασθενή.
Καρκίνος του μαστού
Ελπιδοφόρα είναι τα ευρήματα της μελέτης Φάσης ΙΙΙ EMILIA, που παρουσιάστηκε
στην ολομέλεια του Ετήσιου Συνεδρίου της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας
(ASCO), και αφορούσε τα οφέλη ενός νέου στοχευμένου ερευνητικού φαρμάκου στην αντιμετώπιση
του HER2-θετικού καρκίνου του μαστού.
Η μελέτη EMILIA κατέδειξε ότι η υπό έρευνα θεραπεία trastuzumab
emtansine μείωσε κατά 35% τον κίνδυνο επιδείνωσης της νόσου ή θανάτου των ασθενών
με HER2-θετικό τοπικά προχωρημένο καρκίνο του μαστού, οι οποίες έλαβαν
trastuzumab emtansine ως μονοθεραπεία σε σύγκριση με εκείνες που έλαβαν λαπατινίμπη
σε συνδυασμό με καπεσιταμπίνη. Οι ασθενείς είχαν υποτροπιάσει μετά από αρχική θεραπεία
με τραστουζουμάμπη και χημειοθεραπεία με βάση τις ταξάνες.
Η trastuzumab emtansine είναι ένα συζευγμένο αντίσωμα - φάρμακο
(ADC), το οποίο αποτελείται από το αντίσωμα τραστουζουμάμπης (trastuzumab) και το
χημειοθεραπευτικό παράγοντα DM1, τα οποία έχουν προσδεθεί μαζί μέσω ενός σταθερού
χημικού συνδέσμου. Η trastuzumab emtansine δεσμεύεται στα HER2-θετικά καρκινικά
κύτταρα και θεωρείται ότι εμποδίζει τα εκτός ελέγχου σήματα που κάνουν τον καρκίνο
να αναπτύσσεται, ενώ παράλληλα ειδοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού
να επιτεθεί στα καρκινικά κύτταρα. Μόλις η trastuzumab emtansine απορροφηθεί από
αυτά τα κύτταρα, είναι σχεδιασμένη να τα καταστρέφει απελευθερώνοντας το DM1.
Τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα της μελέτης EMILIA, που αφορούν το προφίλ
της αποτελεσματικότητας, ασφάλειας και της προσφερόμενης ποιότητας ζωής στους ασθενείς,
υποστηρίζουν την πεποίθηση των επιστημόνων ότι η trastuzumab emtansine μπορεί να
παίξει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του HER2-θετικού μεταστατικού καρκίνου του
μαστού. Παράλληλα, προγραμματίζεται μέσα στο 2012 η υποβολή φακέλου σχετικά με την
έγκριση της θεραπείας στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων και τον Οργανισμό Τροφίμων
και Φαρμάκων των ΗΠΑ.
Αντι-αγγειογενετικές θεραπείες
Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου πραγματοποιήθηκαν επίσης ενδιαφέρουσες
ανακοινώσεις σχετικά με την αξιοποίηση της αντι-αγγειογενετικής θεραπείας για την
αντιμετώπιση του καρκίνου των ωοθηκών και του καρκίνου του παχέος εντέρου, δύο από
τις πιο συχνά εμφανιζόμενες μορφές της νόσου παγκοσμίως.
Οι ερευνητές, λοιπόν, ανακοίνωσαν τα αποτελέσματα της μελέτης φάσης
ΙΙΙ AURELIA, στην οποία συμμετείχαν 361 γυναίκες με υποτροπιάζοντα ανθεκτικό στην
πλατίνα επιθηλιακό καρκίνο των ωοθηκών, βάσει των οποίων η προσθήκη μπεβασιζουμάμπης
στο χημειοθεραπευτικό σχήμα μειώνει κατά το ήμισυ τον κίνδυνο επιδείνωσης του δύσκολου
στη θεραπεία υποτροπιάζοντος καρκίνου των ωοθηκών.
Η μελέτη αξιολόγησε τη θεραπεία με μπεβασιζουμάμπη σε συνδυασμό με
την κλασική χημειοθεραπεία σε γυναίκες με καρκίνο των ωοθηκών, η νόσος των οποίων
επιδεινώθηκε λόγω αντίστασης στη χημειοθεραπεία με πλατίνα. Το κύριο καταληκτικό
σημείο της μελέτης, που ήταν η σημαντική βελτίωση της επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της
νόσου, επιτεύχθηκε και συγκεκριμένα έδειξε ότι ο κίνδυνος εξέλιξης μειώθηκε κατά
52% σε γυναίκες οι οποίες έλαβαν το μονοκλωνικό αντίσωμα σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία
σε σύγκριση με εκείνες που έλαβαν μόνο χημειοθεραπεία.
«Οι περισσότερες ασθενείς με προχωρημένο καρκίνο των ωοθηκών θα εμφανίσουν
εξέλιξη της νόσου μετά τη θεραπεία πρώτης γραμμής και σχεδόν όλες θα εμφανίσουν,
σε κάποιο στάδιο της θεραπείας τους, νόσο ανθεκτική στη χημειοθεραπεία με βάση την
πλατίνα, γεγονός που περιόριζε σοβαρά μέχρι τώρα τις θεραπευτικές επιλογές μας»
τονίζει η επιστημονική ομάδα που ανήκει στο διεθνές δίκτυο της Ομάδας Γυναικολογικού
Καρκίνου (GCIG) και στο Πανευρωπαϊκό Δίκτυο Ομάδων Γυναικολογικών Ογκολογικών Μελετών
(ENGOT).
Η δεύτερη μελέτη αφορά την αξιολόγηση της συνέχισης της θεραπείας
με μπεβασιζουμάμπη σε διαφορετικές γραμμές θεραπείας ασθενών με μεταστατικό καρκίνο
παχέος εντέρου.
Συγκεκριμένα, βάσει των αποτελεσμάτων της μελέτης φάσης ΙΙΙ
ML18147, οι ασθενείς που πάσχουν από τη συγκεκριμένη μορφή της νόσου και στους οποίους
συνεχίζει να χορηγείται μπεβασιζουμάμπη σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία δεύτερης
γραμμής – μετά από αρχική θεραπεία με μπεβασιζουμάμπη και χημειοθεραπεία πρώτης
γραμμής – ζουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (μείωση του κινδύνου θανάτου κατά
19%) σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν μόνο χημειοθεραπεία. Παράλληλα παρατηρείται
βελτίωση της επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της νόσου ενώ και ο ίδιος ο κίνδυνος εξέλιξης
του καρκίνου τους μειώνεται κατά 32%.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα, οι επιστήμονες τόνισαν ότι ο σχεδιασμός
της μελέτης ΜL18147 βασίστηκε σε προηγούμενη έρευνα, η οποία είχε δείξει ότι η σταθερή
αναστολή του VEGF πέτυχε και διατήρησε αντινεοπλασματική δράση. Ενώ η συμβατική
πρακτική έγκειται στην πλήρη αλλαγή θεραπείας κατά την εμφάνιση εξέλιξης της νόσου,
η συνεχιζόμενη χρήση της μπεβασιζουμάμπης με ένα νέο χημειοθεραπευτικό σχήμα σε
αυτή τη μελέτη είχε ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη επιβίωση των ασθενών σε σύγκριση
με τη χορήγηση ενός νέου χημειοθεραπευτικού σχήματος και μόνο.
Η μπεβασιζουμάμπη είναι μια αντι-αγγειογενετική θεραπεία, την οποία
έχουν λάβει από το 2004 έως σήμερα περισσότεροι από 1 εκατ. ασθενείς με προχωρημένο
καρκίνο, καθώς αποτελεί μία από τις λίγες βιολογικές θεραπείες που ενδείκνυται για
τη θεραπεία πολλών μορφών καρκίνου. Έχει την ιδιότητα να δεσμεύει ειδικά και να
αναστέλλει τις βιολογικές επιδράσεις του παράγοντα VEGF (αγγειακός ενδοθηλιακός
αυξητικός παράγοντας), βασικού ρυθμιστή της αγγειογένεσης των όγκων (μιας θεμελιώδους
διαδικασίας προκειμένου ένας όγκος να κάνει μεταστάσεις σε άλλα μέρη του σώματος).
Η αναστολή του σχηματισμού αυτών των νέων αιμοφόρων αγγείων στερεί από τον όγκο
το απαραίτητο οξυγόνο και τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται για να αναπτυχθεί
και να εξαπλωθεί.
health.in.gr