Σιδηροπενική αναιμία
Η σιδηροπενική αναιμία είναι η πιο συχνή μορφή αναιμίας. Πλήττει κυρώς νεογνά, παιδιά, εφήβους και γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, κυοφορούσες ή μη. Επιδημιολογικά στοιχεία δείχνουν οτι το 3% των γυναικών έχουν σιδηροπενική αναιμία, ενώ το 20% των γυναικών έχουν μειωμένα αποθέματα σιδήρου χωρίς όμως να παρουσιάζουν αναιμία.
Αίτια
Οι αιτίες που θεωρούνται υπεύθυνες για την εμφάνιση της σιδηροπενικής αναιμίας είναι η μειωμένη πρόσληψη ή η αυξημένη απώλεια σιδήρου. Καθοριστικός παράγοντας αυτών των αιτιών είναι η αυξημένη ανάγκη για σίδηρο, κοινή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή της γαλουχίας στα νεογνά, και ιδίως τα πρόωρα.
Η μειωμένη πρόσληψη σιδήρου μπορεί με τη σειρά της να οφείλεται σε πτωχή (σε σίδηρο) δίαιτα ή σε μειωμένη εντερική απορρόφηση σιδήρου.
Συνήθη αίτια της μειωμένης εντερικής απορρόφησης είναι η αχλωρυδρία, η γαστρεκτομή και το σύνδρομο δυσαπορρόφησης. Η αχλωρυδρία ή η γαστρεκτομή προκαλούν μείωση της οξύτητας του γαστρικού περιεχομένου. Το όξινο περιβάλλον είναι απαραίτητο για την αποδέσμευση του σιδήρου από δυσαπορρόφητα σύμπλοκα που μπορεί να σχηματίσει με άλλα μεγαλομόρια.
Η αυξημένη απώλεια σιδήρου μπορεί να οφείλεται σε αιμορραγία του γαστρεντερικού συστήματος, στην έμμηνο ρύση και σε άλλες αιτίες, όπως η αιμοσφαιρινουρία, η αιμορραγία του αναπνευστικού συστήματος η κληρονομική αιμορραγική τηλεαγγειεκτασία, η αιμοδιάλυση. ή η αιμοδοσία.
Σε κάθε περίπτωση, η σιδηροπενική αναιμία παρουσιάζεται κλινικά με χλωμό (ωχρό) δέρμα και αίσθημα κόπωσης. Εργαστηριακά, ο σιδηροπενικός ασθενής εμφανίζει υπόχρωμη μικροκυτταρική αναιμία και χαμηλά επίπεδα φερριτίνης ορού.