Σύφιλη

Αναζήτηση

Σύφιλη

Η σύφιλη είναι ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα. Είναι ασθένεια χρόνιας διαδρομής που μπορεί να προσβάλλει όλα τα όργανα και συστήματα του οργανισμού. Είναι νόσος αποκλειστικά του ανθρώπου και διακρίνεται σε επίκτητη και συγγενή, ανάλογα με το πότε έγινε η μόλυνση του ασθενούς. Η ευαισθησία στη μόλυνση είναι γενική, αν και περίπου μόνο το 30% των εκτεθέντων στον κίνδυνο καταλήγει σε λοίμωξη. Η φυσική λοίμωξη προκαλεί ομόλογη ανοσία έναντι στην Ωχρά σπειροχαίτη και μικρότερου βαθμού ετερόλογη ανοσία για άλλα βακτήρια της οικογένειας των τρεπονημάτων. 

 Επίκτητη σύφιλη

 Η επίκτητη σύφιλη είναι νόσημα χρόνιας διαδρομής, που μπορεί να προσβάλλει όλα τα όργανα και συστήματα του οργανισμού. Παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία συμπτωμάτων και χαρακτηρίζεται από μεγάλα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία η νόσος βρίσκεται σε λανθάνουσα φάση. Η περίοδος επώασης του μικροοργανισμού είναι από 10 ημέρες έως 3 μήνες, με συνηθέστερη τις 3 εβδομάδες. Η φυσική πορεία της νόσου, περιλαμβάνει 4 κύρια στάδια: 

1. Πρωτογενής σύφιλη: η πρωτοπαθής βλάβη ή σκληρό έλκος, σχηματίζεται στο σημείο της μόλυνσης, συνήθως στη γεννητική περιοχή, με μικρή διόγκωση των λεμφαδένων. Στάδιο ανώδυνο και χωρίς ευαισθησία. 

2. Δευτερογενής σύφιλη: συνήθως ξεκινά 6-8 εβδομάδες μετά την εμφάνιση του σκληρού έλκους και στη συνέχεια εξελίσσεται, στο 75% των ασθενών, σε γενικευμένο, συμμετρικό εξάνθημα. Μπορεί να εμφανιστούν συμπτώματα, όπως πυρετός, αδιαθεσία και κεφαλαλγία. 

3. Λανθάνουσα σύφιλη: Η λανθάνουσα φάση σχετίζεται με θετικές συφιλιδικές ορολογικές εξετάσεις με ταυτόχρονη απουσία συμπτωμάτων. 

4. Τριτογενής σύφιλη: Εμφανίζεται 3-10 χρόνια μετά τη λοίμωξη και μπορεί να προσβληθεί το δέρμα, οι βλεννογόνοι, τα οστά, οι μύες ή τα σπλάγχνα. Ανάλογα με την εντόπιση παίρνει και την αντίστοιχη ονομασία η κατάσταση του ασθενούς, με χαρακτηριστικότερες την καρδιαγγειακή σύφιλη και τη νευροσύφιλη. 

Συγγενής σύφιλη 

Εάν μία έγκυος πάσχει από σύφιλη, είναι δυνατόν να μεταδώσει το βακτήριο στο έμβρυο. Η μετάδοση γίνεται μέσω του αίματος μετά την 9η εβδομάδα της κύησης, αφού σχηματιστεί ο πλακούντας. Η πιθανότητα να μολυνθεί το έμβρυο εξαρτάται από το πόσο νωρίς στην εγκυμοσύνη διαγνώστηκε η σύφιλη της εγκύου (και άρα εφαρμόστηκε η θεραπευτική αγωγή) και από το χρονικό διάστημα που η έγκυος εκδήλωσε τη σύφιλη. Όσο παλαιότερη είναι η σύφιλη της εγκύου, τόσο λιγότερο μεταδοτική είναι, μολονότι δε θεωρείται ποτέ εντελώς μη μεταδοτική. Ορισμένα προσβεβλημένα έμβρυα πεθαίνουν ενδομητρίως, ορισμένα γεννώνται νεκρά τελειόμηνα και άλλα γεννώνται ζωντανά, αλλά στη συνέχεια παρουσιάζουν τα συμπτώματα της συγγενούς σύφιλης, η οποία είναι παρόμοια, ως προς την παθογένεια, με το δεύτερο στάδιο της επίκτητης. 

 Διάγνωση

 Το Ωχρό Τρεπόνημα μπορεί να ανιχνευθεί με μικροσκόπηση σκοτεινού πεδίου σε ορό που συλλέγεται από μαλακά έλκη, ή από υγρές ή διαβρωμένες βλάβες της δευτερογενούς ή πρώιμης σύφιλης. Σε ορισμένα κέντρα επίσης χρησιμοποιούνται η δοκιμασία άμεσου ανοσοφθορισμού ή PCR. Οι ειδικότερες διαγνωστικές δοκιμασίες, σήμερα, είναι το τεστ φθοριζόντων σωμάτων τρεπονηματικών αντισωμάτων(FTA-ABS) και η δοκιμασία παθητικής αιμοσυγκόλλησης (TPHA). Οι δοκιμασίες κροκίδωσης (VDRL) και η RPR, είναι φθηνότερες αλλά μπορούν να επηρεαστούν από συνυπάρχουσες νόσους. 

 Πρόληψη 

Η πρόληψη της σύφιλης αναφέρεται κυρίως στο γεγονός ότι αποτελεί σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα και περιλαμβάνει ενημέρωση του πληθυσμού (με έμφαση στους εφήβους), χρήση προφυλακτικού κατά τη συνουσία, έλεγχο των εγκύων, έγκαιρη διάγνωση, προσεκτικό χειρισμό κατά τις μεταγγίσεις αίματος. Είναι σημαντικό για τις γυναίκες που προγραμματίζουν να μείνουν έγκυες να υποβάλλονται σε έλεγχο.