Κίνδυνος για προβλήματα ακοής από φορητά μουσικά συστήματα
Β. Ηλιάδου
Ωτορινολαρυγγολόγος-Ακουολόγος
Επίκουρη Καθηγήτρια Ψυχοακουστικής ΑΠΘ
Ο εγκέφαλος μας μπορεί να διακρίνει τους
ήχους σε επιθυμητούς και μη, τα αυτιά μας όμως όχι. Η συνεχής έκθεση σε ηχητικά
ερεθίσματα, δεν επιτρέπει στα αισθητικά κύτταρα στο εσωτερικό αυτί να ‘ξεκουραστούν’
και να επανέλθουν στη φυσιολογική τους λειτουργία με αποτέλεσμα τελικά μεγάλος
αριθμός τους να καταστρέφεται. Η κατάληξη είναι απώλεια ακοής σε όλο και νεαρότερα
άτομα. Η ακοή συμβάλλει καθοριστικά στην επικοινωνία,
την ανάπτυξη γλώσσας και ομιλίας και την μάθηση. Η απώλεια της δυνατόν να επηρεάσει
σε άλλοτε άλλο βαθμό, όλους αυτούς τους τομείς, ανάλογα με την ηλικία.
Είναι δεδομένο ότι ο μέσος άνθρωπος εκτίθεται σε περιβαλλοντικούς ήχους και οι ήχοι αυτοί είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι όταν ενισχύονται με τεχνητά μέσα. Η τεχνολογία στις μέρες μας επιτρέπει σε παιδιά και εφήβους ιδιαίτερα, να έχουν την δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε καθημερινή ακρόαση μουσικής. Επιπλέον τα νέα φορητά συστήματα mp3 διατηρούν τα χαρακτηριστικά της μουσικής χωρίς
να τα παραμορφώνουν όσο κι αν αυξηθεί η ένταση ακρόασης. Αυτά τα νέα δεδομένα δημιουργούν ανησυχίες στην επιστημονική κοινότητα για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ακοή της γενιάς των
σημερινών παιδιών και εφήβων. Η ακρόαση μουσικής σε υψηλές εντάσεις είναι το ίδιο επικίνδυνη με την έκθεση στον θόρυβο του κομπρεσέρ.
Οι μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ακοή των σημερινών παιδιών και εφήβων για να καταγραφούν θα πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια. Ωστόσο οι γνώσεις που έχουμε από την έκθεση σε θόρυβο στην εργασία (π.χ. εργοστάσια, οικοδομές) είναι χρήσιμες προκειμένου να προβάλλουμε την μελλοντική εικόνα και να προχωρήσουμε έγκαιρη στην πρόγνωση και την πρόληψη. Με βάση αυτά που γνωρίζουμε έκθεση σε ένταση 80dB για 45 χρόνια (8 ώρες την ημέρα, 5 ημέρες την εβδομάδα) δεν επηρεάζει την ακοή. Ωστόσο, αν η ένταση είναι 95dB η απώλεια ακοής ξεκινάει από συγκεκριμένες υψηλές συχνότητες (συνήθως
4000Hz). Η βλάβη ξεκινάει πιο συχνά στα πρώτα χρόνια της έκθεσης και με βάση αυτό το δεδομένο η προστασία θα πρέπει να ξεκινάει όσο το δυνατόν νωρίτερα, ιδιαίτερα αν πρόκειται για νέα άτομα. Οι πιθανές επιπτώσεις στην ακοή παρουσιάζονται χρόνια μετά την αρχική έκθεση και μέχρι τότε η ακοή είναι φυσιολογική. Αυτό είναι που συνήθως καθησυχάζει τα νεαρά άτομα, τα οποία θεωρούν ακόμα κι αν έχουν κάπου διαβάσει ή ακούσει πώς ‘η έκθεση σε ήχους υψηλών εντάσεων μπορεί να προκαλέσει βλάβη στα αυτιά’ πώς αφού δεν υπάρχει πρόβλημα τώρα δεν θα υπάρξει και στο μέλλον, και υποθέτουν εσφαλμένα πώς δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να συνεχίσουν να ακούν ανεξέλεγκτα από άποψη καθημερινή διάρκειας και έντασης.
Η τεχνολογική εξέλιξη οδηγεί σταδιακά σε έκθεση όλο και μεγαλύτερου αριθμού ατόμων και ιδιαίτερα νέων, στη μουσική μέσω φορητών συστημάτων. Ο κίνδυνος απώλειας ακοής που υπάρχει είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων όπως: επίπεδο έντασης, διάρκεια και συχνότητα έκθεσης, συνήθειες ως προς την χρήση
των συγκεκριμένων συσκευών και συνθήκες στις οποίες γίνεται η χρήση, αλλά και του
γενετικού υποστρώματος του κάθε ατόμου. Πρόσφατη μελέτη (Bohlin & Erlandsson 2007)
για την συμπεριφορά εφήβων σε σχέση με την δυνατή μουσική έδειξε ότι αν και τα κορίτσια αναγνωρίζουν τις επικίνδυνες συμπεριφορές, ωστόσο τελικά συμπεριφέρονται στο θέμα αυτό με τον ίδιο τρόπο όπως και τα αγόρια. Έφηβοι που είχαν εμβοές (βουητά στα αυτιά) θεωρούσαν την δυνατή μουσική πιο επικίνδυνη και περιόριζαν τελικά την διάρκεια και συχνότητα έκθεσης σε δυνατές εντάσεις.
Ιδιαίτερα επικίνδυνη είναι η ακρόαση μουσικής μέσω φορητών συστημάτων σε χώρους με ήδη διάχυτο θόρυβο, όπως είναι λεωφορεία, τρένα κ.α. Η ύπαρξη θορύβου από πολλές πηγές (π.χ ομιλίες πολλών ατόμων που μιλούν παράλληλα, κυκλοφοριακός θόρυβος, κόρνες κ.α.) αναγκάζει το άτομο να ανεβάσει ακόμα περισσότερο την ένταση της μουσικής προκειμένου να καλύψει τον υπόλοιπο θόρυβο και να απολαύσει καλύτερα το αγαπημένο του μουσικό κομμάτι. Με τον τρόπο αυτό είναι πιθανότερο να εκτίθεται το άτομο σε πιο δυνατές εντάσεις και να αυξάνει τον κίνδυνο προσωρινής αρχικά και μόνιμης στη συνέχεια απώλειας της ακουστικής του οξύτητας. Καθώς η επίπτωση στην ακοή είναι μακροπρόθεσμη, η καθημερινή έκθεση στη μουσική μέσω φορητών συστημάτων σε εντάσεις άνω των 80 dB θα οδηγήσει τελικά σε αυξημένο αριθμό ατόμων μεταξύ 18-40 με μέσου βαθμού απώλεια ακοής σε συγκεκριμένες συχνότητες. Η απώλεια αυτή θα είναι πιο αισθητή σε συνθήκες θορύβου και ανταγωνιστικών ηχητικών ερεθισμάτων και σταδιακά θα γίνει πιο ξεκάθαρη καθώς τα άτομα μεγαλώνουν.
Τα περισσότερα παιδιά και έφηβοι που ακούν
μουσική με φορητά συστήματα (π.χ.mp3, iPods) δεν γνωρίζουν ή δεν συνειδητοποιούν
τον κίνδυνο για την ακοή τους. Αισθάνονται τόσο ωραία ακούγοντας τα αγαπημένα τους
μουσικά κομμάτια και όταν αρχίσουν τα προβλήματα ακοής ή τα βουητά-σφυρίγματα στα
αυτιά είναι απλώς αργά.
Καταγράφεται αύξηση της διάρκειας και συχνότητας ακρόασης μουσικής με τα νέα ψηφιακά φορητά συστήματα αναπαραγωγής μουσικής. Ενώ λοιπόν σε παλαιότερες μελέτες με τα walkman καταγραφόταν η χρήση μερικών μόλις ωρών την εβδομάδα, με τα νέα mp3 & iPod
καταγράφεται χρήση που ποικίλει από 1 ώρα έως και 14 ώρες την εβδομάδα. Στις μελέτες ωστόσο, τόσο παλαιότερα όσο και τώρα υπάρχει πάντα ένα ποσοστό εφήβων με ‘ακραίες’ συνήθειες ως προς την μουσική. Αυτό το ποσοστό, το οποίο κυμαίνεται από 5 έως και 10%, φαίνεται να ακούει μουσική σε διαστήματα των 4 έως και 8 ωρών τη φορά καθημερινά (μέγιστο 56 ώρες την εβδομάδα). Όταν αυτή η συμπεριφορά συνοδεύεται και από την έκθεση στη μέγιστη δυνατή
ένταση των φορητών συσκευών, τότε ο κίνδυνος είναι μεγάλος για εμφάνιση αρχικά εμβοών
(βουητά στα αυτιά ή το κεφάλι) και στη συνέχεια προσωρινής βλάβης στο εσωτερικό
αυτί (έξω τριχωτά κύτταρα) με κατάληξη (εφόσον η έκθεση συνεχίζεται τόσο ποιοτικά
όσο και ποσοτικά) την μόνιμη απώλεια ακοής συγκεκριμένων συχνοτήτων.
Η εκρηκτική αύξηση των φορητών μουσικών συστημάτων (200 εκατομμύρια περίπου μεταξύ 2004 και 2007 σε Ευρωπαϊκό επίπεδο), συνοδεύεται και από αύξηση πώλησης και χρήσης στα κινητά τηλέφωνα που διαθέτουν σε 10-20% αυτών λειτουργίες αντίστοιχες των mp3 players (το 2007 πωλήθηκαν στην Ευρώπη 30 εκατομμύρια συσκευές). Με βάση τα ανωτέρω νούμερα υπολογίζεται πώς ένας αριθμός 100 εκατομμυρίων Ευρωπαίων χρησιμοποιούν καθημερινά φορητά μουσικά συστήματα. Τα δεδομένα αυτά οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση στη δημιουργία μιας επιτροπής για την αξιολόγηση των κινδύνων, την εξαγωγή συμπερασμάτων και την πρόταση οδηγιών για την ασφαλή χρήση των συσκευών αυτών. Η επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα πώς σε σύγκριση με το 1980 έχει τριπλασιαστεί η έκθεση των νέων στον λεγόμενο ‘κοινωνικό θόρυβο’.
Ελάχιστος είναι ο κίνδυνος (για την πλειονότητα των χρηστών) για την ακοή όταν η έκθεση στην μουσική είναι σε επίπεδα έντασης από 75 to 85 dB(A) και διάρκειας 8 ωρών. Η έλλειψη μακροχρόνιων μελετών δεν επιτρέπει ωστόσο να υπάρχουν σαφή δεδομένα καθώς η συσσώρευση έκθεσης σε μουσική και θόρυβο για πολλά χρόνια μπορεί να έχει τελικά πολύ μεγαλύτερες βλάβες ως προς την ακοή. Οι επιπτώσεις της μακροχρόνιας έκθεσης σε ήχους υψηλών εντάσεων είναι: εμβοές (βουητά στα αυτιά ή το κεφάλι), προσωρινές βλάβες των έξω τριχωτών κυττάρων στο αυτί με μερική απώλεια ακοής, μόνιμες βλάβες με απώλεια ακοής μη αναστρέψιμη και φτωχή λεκτική επικοινωνία σε θορυβώδεις συνθήκες. Η επιτροπή θεωρεί ασφαλή
την ένταση των 80 dB(A) ανεξαρτήτως ωρών ακρόασης στη διάρκεια μιας εβδομάδας σε
ενήλικες και εκφράζει την επιφύλαξη της για την εφαρμογή του ίδιου ορίου στα παιδιά.
Αν η ένταση ρυθμιστεί στα 89 dB(A) το μέγιστο όριο σε διάρκεια πρέπει να είναι οι
7 ώρες την εβδομάδα (1 ώρα την ημέρα). Οι οδηγίες αυτές θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τόσο των κατασκευαστικών εταιρειών όσο και του κοινού που καλείται να προστατέψει το ίδιο και την νέα γενιά από προβλήματα που μπορεί να ξεκινούν από απώλεια ακοής και διαταραχή λεκτικής επικοινωνίας, αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί πώς δεν είναι δυνατόν να επεκτείνονται και σε γνωστικά προβλήματα και ελλείμματα προσοχής ιδιαίτερα σε μικρότερες ηλικίες.
Η μακροχρόνια έκθεση σε υψηλά επίπεδα θορύβου είναι γνωστό ότι μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα ακοής. Ο θόρυβος εδώ αφορά ανεπιθύμητους ήχους και το άτομο που εκτίθεται σε αυτόν δεν έχει επιλογή. Υπάρχουν ευρωπαϊκές οδηγίες για προφύλαξη και ανώτατα επιτρεπτά όρια, τόσο έντασης όσο και διάρκειας, για τους χώρους εργασίας. Συγκεκριμένα η ανώτατη επιτρεπτή έκθεση σε θόρυβο είναι μέσος
όρος 80 dBA για 8 ώρες εργασίας. Αντίθετα άτομα που επιλέγουν να ακούσουν μουσική δεν την αντιμετωπίζουν ως θόρυβο και δεν θεωρούν ότι είναι δυνατόν να αποτελέσει παράγοντα που να οδηγήσει σε απώλεια ακοής. Τα επίπεδα θορύβου σε νυχτερινά κέντρα με μουσική κυμαίνονται από 104 έως
και 113dBA και οι αντίστοιχες τιμές για τα mp3 κυμαίνονται από 75 έως και 105
dBA.