Η παράλειψη πρωινού βλάπτει την καρδιά
Οι άνθρωποι που δεν τρώνε
πρωινό, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, εμφράγματος
και πρόωρου θανάτου, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, που
δείχνει ότι πιθανώς το πρωινό αποτελεί το σημαντικότερο γεύμα της ημέρας από
άποψη υγείας του οργανισμού.
Η μελέτη διαπίστωσε
ότι είτε κανείς παραλείπει το πρωινό, είτε τρώει πολύ αργά το βράδυ,
διαταράσσει τον μεταβολισμό του, με συνέπεια να αυξάνεται ο κίνδυνος για την
καρδιά του. Ακόμα κι αν κανείς προσέχει τη διατροφή του, ασκείται σωματικά, δεν
καπνίζει και γενικά ζει υγιεινά, αν δεν τρώει πρωινό ή συνηθίζει να τρώει αργά
τη νύχτα, η καρδιά του επιβαρύνεται.
Οι ερευνητές, με
επικεφαλής τον καθηγητή επιδημιολογίας Έρικ Ριμ της Ιατρικής Σχολής και της
Σχολής Δημόσιας Υγείας του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που έκαναν τη σχετική
δημοσίευση στο περιοδικό «Circulation» του Αμερικανικού Καρδιολογικού Συλλόγου,
ανέλυσαν στοιχεία από σχεδόν 27.000 άνδρες, ηλικίας 45 έως 82 ετών, για μια
περίοδο 16 ετών.
Η ανάλυση έδειξε
ότι όσοι δεν έτρωγαν πρωινό λόγω αδιαφορίας, βιασύνης ή …αφηρημάδας, είχαν 27%
μεγαλύτερο κίνδυνο εμφράγματος ή πρόωρου καρδιακού θανάτου σε σχέση με όσους
έτρωγαν τακτικά το πρωινό τους. Εκείνοι που δεν τηρούν τη συνήθεια του πρωινού,
είναι συνήθως νεότεροι από όσους τρώνε τακτικά το πρωί. Επίσης, συνήθως
καπνίζουν, είναι ανύπαντροι, πίνουν περισσότερο αλκοόλ και ασκούνται λιγότερο.
Όσοι τρώνε πολύ
αργά τη νύχτα, κινδυνεύουν κατά 55% περισσότερο να εμφανίσουν στεφανιαία νόσο
σε σχέση με όσους τρώνε σε λογική ώρα το βράδυ. Όμως, σύμφωνα με τους
ερευνητές, αυτή η δεύτερη κατηγορία ανθρώπων αποτελεί μικρότερη πηγή ανησυχίας,
επειδή όσοι τρώνε μέσα στη βαθιά νύχτα, είναι πολύ λιγότεροι από όσους
παραλείπουν το πρωινό φαγητό.
Όπως είπαν οι
Αμερικανοί επιστήμονες, η παράλειψη του πρωινού αυξάνει έναν ή περισσότερους
από τους καρδιολογικούς παράγοντες κινδύνου, όπως παχυσαρκία, υψηλή αρτηριακή
πίεση, υψηλή χοληστερόλη, διαβήτη κ.α., με συνέπεια σταδιακά να αυξάνεται και ο
κίνδυνος για έμφραγμα. Ακόμα, επισήμαναν πως αν και η έρευνα δεν συμπεριέλαβε γυναίκες,
τα ευρήματά της αφορούν και αυτές, αν και αυτό θα πρέπει να επιβεβαιωθεί με
μελλοντικές μελέτες.