Εργοθεραπεία!Μάθετε τα πάντα.....

Εργοθεραπεία!Μάθετε τα πάντα.....

Γιαννιούδη Κωνσταντίνα-Εργοθεραπεύτρια

 Ιστορία της Εργοθεραπείας

     Αν και πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η Εργοθεραπεία είναι καινούργιο επάγγελμα, η ιστορία της ξεκινά από πολύ παλιά. Και τούτο γιατί από τα αρχαία χρόνια γίνεται εμφανής η χρήση δραστηριοτήτων που συμβάλλουν στη θεραπεία ασθενών. Ήδη το 2000 π.Χ. οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν την ψυχαγωγία και την απασχόληση θεραπευτικά. Το 700 π.Χ. ο Ασκληπιός συνιστούσε μουσική και τραγούδι στους ψυχικά ασθενείς παράλληλα με σωματική άσκηση ως θεραπευτικά μέσα. Ο Ορφέας επίσης χρησιμοποιούσε τη μουσική θεραπευτικά· ο Ασκληπιάδης το 100 π.Χ. συμβούλευε  τους αρρώστους του να κάνουν μαλάξεις και λουτρά, πρότεινε απασχόληση στους έχοντες ψυχικά νοσήματα, και σε όσους έπασχαν από «αδύνατο στομάχι» αντέτεινε την άσκηση της ρητορικής. Αργότερα, ο Ρωμαίος Κέλσος συνταγολογούσε  μουσική, ταξίδια, συζήτηση και άσκηση για τους ασθενείς του (Quiroga,1995).

      Ουσιαστικά, η ιστορία της Εργοθεραπείας ξεκινά το 1700, κατά τη διάρκεια της «εποχής του Διαφωτισμού», όπου οι Philippe Pinel και Johann Christian Reil αλλάζουν το σύστημα περίθαλψης. Αντί για τη χρήση αλυσίδων προς έλεγχο και περιορισμό των ψυχιατρικών ασθενών, χρησιμοποίησαν έργο και δραστηριότητες αναψυχής στα ιδρύματα. Μέχρι τότε οι ψυχικά ασθενείς αποκλείονταν από τις δραστηριότητες της εργασίας και αντιμετωπίζονταν σαν εγκληματίες, κλεισμένοι σε φυλακές και ιδρύματα (Sabonis-Chafee & Hussey,1998).

       Το 1793, ο Phillipe Pinel ξεκίνησε αυτό που ονομάστηκε τότε «Ηθική Θεραπεία και εργασία», ως μια προσέγγιση για τη θεραπεία των ατόμων με ψυχική ασθένεια (Sabonis-Chafee & Hussey,1998). Η θεωρία της «ηθικής θεραπείας» συνεχίστηκε το 1900 με τη βοήθεια της Susan Tracy, κάνοντας πλέον αποδεκτό  το επάγγελμα της Εργοθεραπείας, το οποίο είχε ως στόχο την προώθηση της υγείας. Το 1914 ο George E. Barton και ο Dr William R. Dunton ξεκίνησαν μια σειρά εργασιών για τη δημιουργία  ενός συλλόγου Εργοθεραπείας. Στις 15 Μαρτίου 1917, ο Αμερικάνικος σύλλογος της Εργοθεραπείας ολοκληρώθηκε έχοντας ως ιδρυτικά μέλη την Eleanor Clarke Slagle, τον George Edward Barton, τον William Rush Dunton, τη Susan Cox Johnson, τον Thomas Bessell Kidner και την Isabelle Newton. Μεταξύ 1900 και 1930, οι ιδρυτές του συλλόγου βασιζόμενοι στη πρακτική, άρχισαν να αναπτύσσουν τις θεωρίες του επαγγέλματος. Το 1936 ακολούθησε η ίδρυση του Αγγλικού συλλόγου και το 1951 ιδρύθηκε η Παγκόσμια Ομοσπονδία Εργοθεραπείας. Από το 1940 έως το 1960, η Εργοθεραπεία ήταν σε πλήρη ισχύ και τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο είχε παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στις επιδημίες, στην παροχή θεραπείας για ασθενείς με πολιομυελίτιδα και με φυματίωση, καθώς και στην αποκατάσταση (σωματικά και ψυχικά)  χιλιάδων τραυματισμένων στρατιωτών, οι οποίοι επέστρεφαν από τον πόλεμο (Haglund & Henriksson,2003).

      Την ίδια χρονική περίοδο με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, στην Ελλάδα οι αρχές της Εργοθεραπείας ξεκινούν μετά τις προσπάθειες της Μπήλιως Ο' Caffrey, η οποία ήταν υπεύθυνη για την οργάνωση προγραμμάτων "απασχολησιοθεραπείας" προκειμένου να βρίσκουν ενασχόληση και ψυχαγωγία οι τραυματίες πολέμου. Στη συνέχεια, το 1960 η Λίνα Κωστάκη και η Σοφία Δούμα-Ανέστη ξεκίνησαν την δημιουργία ενός συλλόγου Εργοθεραπείας σύμφωνα με τα δεδομένα της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Εργοθεραπείας, του οποίου ο κύριος σκοπός θα ήταν η ίδρυση σχολής. Η Ελληνική Εταιρεία Εργοθεραπείας ολοκληρώθηκε το 1962 και το Τμήμα Εργοθεραπείας ιδρύθηκε το 1977 στην Ανώτερη Σχολή Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας (Α.Σ..Υ.Κ.Π.) των Κέντρων Ανώτερης Τεχνολογικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (Κ.Α.Τ.Ε.Ε.) τα οποία ήταν ενταγμένα στην ανώτερη εκπαίδευση (Κωστάκη,2006).

 Ορολογία και Ορισμός

    Όπως προαναφέρθηκε, η αρχική ονομασία του επαγγέλματος στην Ελλάδα ήταν "απασχολησιοθεραπεία", που ουσιαστικά σημαίνει τη θεραπεία που επιτυγχάνεται μέσω οποιασδήποτε ασχολίας, η οποία όμως γίνεται απλά για να καλύπτει το χρόνο του ασθενούς χωρίς συγκεκριμένο στόχο ή σκοπό. Αργότερα, ονομάστηκε "εργασιοθεραπεία", δηλαδή αφορούσε στη θεραπεία που απορρέει μέσω μιας εργασίας, δηλαδή μιας επαγγελματικής δραστηριότητας, αφού ο όρος εργασία συνδέεται με την αμειβόμενη απασχόληση, η οποία αποφέρει τα προς το ζην. Ευτυχώς, ο σημερινός Σύλλογος Ελλήνων Εργοθεραπευτών αποφάσισε το 1985 που έγινε πλήρες μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Εργοθεραπευτών, να αλλάξει την ονομασία του επαγγέλματος σε "Εργοθεραπεία" (Κωστάκη,2006).

       Εργοθεραπεία λοιπόν, είναι η τέχνη και η επιστήμη της χρήσης «έργου» (οccupation) ως ενός μέσου που θα προκαλέσει θετική, μετρήσιμη αλλαγή στην υγεία και στη λειτουργικότητα ενός πελάτη / ασθενή. Το πρώτο συστατικό του ορισμού αυτού που χρειάζεται αποσαφήνιση είναι η «τέχνη». Ως τέχνη ορίζεται η κατασκευή οποιουδήποτε καλλιτεχνήματος / χειροτεχνίας ή διαπροσωπικής εμπειρίας που ελαχιστοποιεί την απομόνωση του ανθρώπου, που επιβεβαιώνει τη δύναμη του ανθρώπινου μυαλού, σώματος και πνεύματος και βοηθάει το άτομο να ανακαλύψει το νόημα της ύπαρξης του. Επίσης στην έννοια της τέχνης, στην Εργοθεραπεία, συμπεριλαμβάνεται η δημιουργία και η εγκαθίδρυση της σωστής και ασφαλούς θεραπευτικής σχέσης (Γκοράκη,χ.χ.).

    Επιπρόσθετα, η Εργοθεραπεία έχει οριστεί και ως επιστήμη για τρεις λόγους: α) βασίζεται σε δεδομένα και αποτελέσματα ερευνητικών εργασιών και σ’έναν μεγάλο αριθμό θεωρητικών συστημάτων, β) χρησιμοποιεί επιστημονικές διαδικασίες για την ανάπτυξη, επαλήθευση, τελειοποίηση ή απόρριψη των θεωριών και της πρακτικής της και γ) οι θεραπευτές της χρησιμοποιούν επιστημονικές αρχές για να αναλύσουν και να συνθέσουν δεδομένα από την αλληλεπίδρασή τους με τους πελάτες / ασθενείς, για να καθορίσουν περιοχές λειτουργικότητας και δυσλειτουργίας ώστε να σχεδιάσουν κατάλληλες στρατηγικές παρέμβασης (Γκοράκη,χ.χ.).

    Oι σύλλογοι Εργοθεραπείας ανά τον κόσμο έχουν δώσει διάφορους ορισμούς για να περιγράψουν τι είναι η Εργοθεραπεία· ορισμένοι από αυτούς είναι:

•     Η Εργοθεραπεία είναι η επιστήμη, η οποία μέσα από κατάλληλα επιλεγμένες και στοχοκατευθυνόμενες δραστηριότητες αποσκοπεί στη βελτίωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων με την ευρεία έννοια του όρου. Τα ειδικά εργοθεραπευτικά προγράμματα περιλαμβάνουν: διδασκαλία δραστηριοτήτων  καθημερινής ζωής, ανάπτυξη αντιληπτικο-κινητικών δεξιοτήτων, ανάπτυξη δεξιοτήτων παιχνιδιού, προεπαγγελματικών και ψυχαγωγικών δεξιοτήτων  (ΑΟΤΑ,2011).

•    Η Εργοθεραπεία είναι μία επιστήμη που μέσα από τη χρήση θεραπευτικά κατευθυνόμενων δραστηριοτήτων, στοχεύει στην  ανάπτυξη ή την αποκατάσταση ικανοτήτων του ατόμου, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο (WFOT,2010).

•   H Εργοθεραπεία είναι η τέχνη και η επιστήμη που προωθεί την εμπλοκή των ατόμων στις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, μέσω του έργου (CΑΟΤ,2003).

     Το «έργο» ή στην ξένη ορολογία «οccupation», το οποίο αναφέρεται στους ορισμούς, είναι ένα άλλο όνομα για όλες τις καθημερινές μας δραστηριότητες, οι οποίες έχουν στόχο αλλά και ουσία για τον κάθε άνθρωπο και τυπικά:

1.   είναι διαχρονικές

2.   έχουν ιδιαίτερη σημασία / νόημα γι’αυτόν που τις εκτελεί

3.   συμπεριλαμβάνουν πολλαπλές δραστηριότητες (Γκοράκη,χ.χ.)

 Διαγνωστικές κατηγορίες της Εργοθεραπείας

     Η Εργοθεραπεία απευθύνεται σε άτομα κάθε ηλικίας με σωματικές / κινητικές, νοητικές / γνωστικές και ψυχοκοινωνικές δυσκολίες, που είτε υπήρχαν εκ γενετής, είτε είναι αποτέλεσμα ατυχήματος, ασθένειας ή γήρανσης και έχουν επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα τον τρόπο ζωής τους.

Οι κύριες διαγνωστικές κατηγορίες που απασχολούν την Εργοθεραπεία είναι:
• νευρολογικές διαταραχές (π.χ. εγκεφαλική παράλυση, αγγειοεγκεφαλικό επεισόδιο, κάκωση νωτιαίου μυελού)
• ρευματολογικές παθήσεις (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος)
• μυοσκελετικές διαταραχές (π.χ. σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα, αρθροπλαστική γόνατος/ισχύου)
• καρδιοαναπνευστικά προβλήματα ( π.χ. έμφραγμα του μυοκαρδίου, άσθμα)
• διαταραχές και δυσκολίες ψυχικής υγείας (π.χ. κατάθλιψη, ψύχωση, άγχος)
• νοητικές και γνωστικοαντιληπτικές διαταραχές (π.χ. νοητική υστέρηση, Alzheimer)
• αναπτυξιακού τύπου διαταραχές (π.χ. αυτισμός, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα, καθυστέρηση στην ανάπτυξη, σύνδρομο Down, σύνδρομο Williams κ.α.)
• παρεμβάσεις σε νεογνά και πρόωρα (π.χ. προσαρμογή ειδικού χώρου – θερμοκοιτίδας)
• διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος (π.χ καρκίνος, AIDS)
• αισθητηριακές απώλειες ή διαταραχές ( π.χ. απώλεια ακοής, όρασης, διαταραχές αισθητηριακής ολοκλήρωσης)
• δερματολογικού τύπου παθήσεις (π.χ. εγκαύματα)
• ουσιοεξαρτήσεις και άλλες εξαρτήσεις (π.χ. εθισμός σε αλκοόλ, τζόγο, διαδίκτυο και παράνομες ουσίες)

 (Παγκύπριος Σύλλογος Εργοθεραπευτών,2011)

 

 

 Tομείς  παρέμβασης της Εργοθεραπείας

      Η επιστήμη της Εργοθεραπείας υποστηρίζει, ότι για να επιτευχθεί ποιότητα ζωής, ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται να είναι λειτουργικός στις δραστηριότητες που αναφέρονται πιο κάτω, στο βαθμό που ο ίδιος επιθυμεί και του επιτρέπουν οι δεξιότητες του:

α) Στις  Δραστηριότητες Καθημερινής Ζωής - αυτοϋπηρέτηση: όπως το να φροντίζει κανείς τον εαυτό του, να μετακινείται στην κοινότητα και να κοινωνικοποιείται

 β) Στις Παραγωγικές Δραστηριότητες: όπως το να είναι κάποιος αποδοτικός στους ρόλους και στις υποχρεώσεις του, π.χ. στις σχολικές ή εργασιακές του υποχρεώσεις και στη φροντίδα του χώρου του και των ατόμων γύρω του

 γ) Στις  Ψυχαγωγικές Δραστηριότητες: που κάποιος επιθυμεί να διερευνήσει και να εμπλακεί και οι οποίες του προσφέρουν διασκέδαση, χαλάρωση και ένα δημιουργικό τρόπο έκφρασης (Turner,2002).

 Διαδικασία παρέμβασης

    Η Εργοθεραπευτική παρέμβαση θα πρέπει να είναι: δομημένη, συστηματική, στόχο-κατευθυνόμενη, εξατομικευμένη και αποκαταστασιακή (Nordyke, Norström et. al.,2011). Η διαδικασία της παρέμβασης χωρίζεται στα εξής στάδια: α) αξιολόγηση, β) θέσπιση σκοπού και στόχων, γ) σχεδιασμός παρέμβασης, δ) εφαρμογή εξατομικευμένου προγράμματος, ε) επαναξιολόγηση και ζ) τερματισμός  προγράμματος.

 

 Αξιολογητική διαδικασία

    Η διαδικασία της παρέμβασης ξεκινάει με την αξιολόγηση του ασθενούς στις δραστηριότητες καθημερινής ζωής, η οποία είναι πολύ σημαντική για την περαιτέρω εξέλιξη της θεραπείας. Η διαδικασία της αξιολόγησης περιλαμβάνει τη συλλογή, την ερμηνεία και τεκμηρίωση των πληροφοριών, με σκοπό το σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός ουσιαστικού, εξατομικευμένου και πελατοκεντρικού προγράμματος (Σηφάκη,1998). Οι Δ.Κ.Ζ. που αξιολογούνται -ταξινομούμενες στις κατηγορίες που προαναφέρθηκαν- συγκεκριμενοποιούνται ως εξής:

Α) Δραστηριότητες αυτοφροντίδας – αυτοϋπηρέτησης, οι οποίες περιλαμβάνουν:

- Δραστηριότητες σίτισης

- Δραστηριότητες ένδυσης – απόδυσης

- Προσωπική υγιεινή και καθαριότητα

- Επικοινωνία (γραφή)

Β) Παραγωγικότητα – Εργασιακές Δραστηριότητες, οι οποίες περιλαμβάνουν:

1. Διαχείριση σπιτιού (οικιακές Δ.Κ.Ζ.), η οποία περιλαμβάνει:

- Καθαριότητα σπιτιού

- Προετοιμασία γευμάτων

- Πλύσιμο ρούχων

- Σιδέρωμα ρούχων

2. Φροντίδα παιδιών – ηλικιωμένων και άλλων

3. Εργασία

Γ) Ψυχαγωγικές δραστηριότητες – Ελεύθερος χρόνος, στις οποίες περιλαμβάνονται:

1. Αθλητισμός

2. Ταξίδια

3. Χόμπυ

(Σιάννη,2001;Pedretti & Early,2001)

 

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την αξιολογητική διαδικασία είναι:

α) Η συνέντευξη

β) Η παρατήρηση

γ) Ειδικά σταθμισμένα τεστς

δ) Η αυτοαξιολόγηση

ε)Ερωτηματολόγια

στ)Η αξιολόγηση μέσω δραστηριοτήτων

 (Tornquist,1995)

        Ο εργοθεραπευτής κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης, πρέπει να είναι σε θέση:

- Να κάνει εκτίμηση των αισθητικοκινητικών, γνωστικών και ψυχοκοινωνικών δεξιοτήτων, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα του ατόμου στην εκτέλεση των Δραστηριοτήτων Καθημερινής Ζωής.

- Να συλλέξει πληροφορίες σε σχέση με το πολιτιστικό επίπεδο, τις αξίες και τα ήθη του ατόμου, όσον αφορά την αυτοφροντίδα, τους ρόλους του, τη βοήθεια από την οικογένειά του και την ανεξαρτητοποίησή του.

- Να ενημερωθεί για το περιβάλλον του ατόμου, το χώρο εργασίας του, καθώς και πιθανά βοηθήματα που θα χρειαστεί για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων του.

- Να συλλέξει πληροφορίες για τις οικονομικές δυνατότητες του ατόμου, διότι αυτές θα καθορίσουν το είδος του εξοπλισμού, τις προσαρμογές και την

εργονομική διευθέτηση του χώρου διαβίωσής του (Σηφάκη,1998).

      Στις Δραστηριότητες Καθημερινής Ζωής, αξιολογείται η δυνατότητα του ατόμου να διεκπεραιώνει τις καθημερινές του ανάγκες, ανεξάρτητα ή με κάποιου βαθμού βοήθεια μέσα στα συνηθισμένα χρονικά όρια. Για παράδειγμα, ο Εργοθεραπευτής αξιολογεί το άτομο στους εξής τομείς:

- Πόσο ανεξάρτητο είναι το άτομο στο φαγητό, εφόσον έχει βλάβη το κυρίαρχο χέρι (τρώει με πιρούνι, με κουτάλι, με μαχαίρι, με ποτήρι, με φλιτζάνι, χρησι-

μοποιεί βοηθήματα στο φαγητό;).

- Πόσο ανεξάρτητο είναι στο ντύσιμό του (βάζει – βγάζει εσώρουχα, παλτά ή σακάκι, πουκάμισο, πουλόβερ, κάλτσες, παπούτσια, παντελόνι, ζώνη, νάρθηκες, δένει κορδόνια;).

- Πόσο ανεξάρτητο είναι στην προσωπική του υγιεινή (πλένει χέρια – πρόσωπο, βουρτσίζει δόντια, χτενίζει μαλλιά, περιποιείται νύχια, χρησιμοποιεί χαρτί τουαλέτας, κάνει μπάνιο, χρησιμοποιεί βοηθήματα στο μπάνιο, μακιγιάρεται, λούζεται;).

- Πόσο ανεξάρτητο είναι στην επικοινωνία (γράφει, χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό υπολογιστή – τηλέφωνο;) (Pedretti & Early,2001).

     Κάποια από τα αξιολογητικά τεστ, τα οποία χρησιμοποιούνται είναι: το Functional Independence Measure (FIM™) (Uniform Data Systems,1999), το the Assessment of Motor and Process Skills (AMPS) (Fisher,1995), το the Canadian Occupational Performance Measure (COPM) (Law,Baptiste et. al.,1998), το the Assessment of Living Skills and Resources (ALSAR) (Williams,Drinka et. al.,1991), το AusTOMs (Australian Therapy Outcome Measures) (Unsworth & Duncombe,2007) και το the Personal Care Participation and Resource Tool (PC-PART) (Darzin,2004).

 Θέσπιση σκοπού και στόχων

     Αφού ολοκληρωθεί η αξιολογητική διαδικασία, ο θεραπευτής πλέον έχει μια σαφή εικόνα του ασθενή και γνωρίζει τις ανάγκες του· γεγονός πολύ  σημαντικό για να τεθεί ο σκοπός της παρέμβασης. Ο σκοπός δίνει την κύρια κατεύθυνση και καθορίζει ποιοι επιπλέον στόχοι θα επιτευχθούν (Bruce & Borg,2002). Οι θεραπευτικοί στόχοι τίθενται πάντα σε άμεση συνεργασία με τον ασθενή -όταν αυτό είναι εφικτό- ή –σε πιο σοβαρές περιπτώσεις- με την οικογένειά του, τους φροντιστές του, το σχολείο ή άλλους σημαντικούς για τον ασθενή ανθρώπους. Το επιθυμητό από τον ασθενή αποτέλεσμα είναι το κύριο μέλημα του εργοθεραπευτή, ο οποίος σχεδιάζει την αλληλουχία των στόχων μέχρι την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος (Creek,2002). Οι στόχοι θα πρέπει να είναι καλά σχεδιασμένοι, επικεντρωμένοι στον ασθενή και σταδιακά αυξανόμενοι στις απαιτήσεις.Η πρώτη απασχόληση του θεραπευτή, είναι ο ασθενής να φτάσει στον πιο άμεσο στόχο, ώστε να κατανοήσει και να βεβαιωθεί για τη χρησιμότητα της βοήθειας που δέχεται (Early,2000).

 

 Σχεδιασμός παρέμβασης

      Μια βασική ικανότητα του θεραπευτή, είναι να μετατρέπει  το σκοπό και το στόχο σ’ένα αποτελεσματικό θεραπευτικό πρόγραμμα. Συνυπολογίζοντας λοιπόν τους διάφορους παράγοντες που εμπλέκονται στη θεραπευτική διαδικασία(πλαίσιο, χρόνο, ηλικία, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο του ασθενή κ.τ.λ.) επιλέγει την περισσότερο υποσχόμενη, για την επίτευξη των στόχων, μέθοδο που ρεαλιστικά μπορεί να εφαρμοστεί και προχωρά στην υλοποίησή της. Συχνά ο σχεδιασμός του προγράμματος περιλαμβάνει χρονοδιάγραμμα, τα πρόσωπα που εμπλέκονται, τις μεθόδους και τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν (Sabonis-Chafee & Hussey,1998). Ένα σημαντικό τμήμα του σχεδιασμού αναφέρεται στις δραστηριότητες που θα επιλέξει ο θεραπευτής για την υλοποίηση του θεραπευτικού προγράμματος. Το βέλτιστο σχέδιο εργοθεραπευτικής παρέμβασης έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

-        είναι ρεαλιστικό

-        είναι δυναμικό και ευέλικτο

-        είναι ολοκληρωμένο

-        είναι ελπιδοφόρο

(Σιάννη,2001)

 

 Εφαρμογή εξατομικευμένου προγράμματος

      Αφού ο σχεδιασμός της παρέμβασης μορφοποιηθεί, ξεκινά η υλοποίηση του. Ο εργοθεραπευτής  προχωρά στην παρέμβαση για το συγκεκριμένο ασθενή, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να συλλέγει και να εκτιμά νέα στοιχεία, να σχεδιάζει και να αξιολογεί νέες ενέργειες. Η παρέμβαση μπορεί να είναι ατομική ή ομαδική. Στα αρχικά στάδια είναι συνήθως ατομική, ενώ η απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων και δεξιοτήτων επικοινωνίας επιτυγχάνεται με τη συμετοχή σε ομάδες διαφόρων τύπων (Creek,2003).

 

 Επαναξιολόγηση

       Η επαναξιολόγηση εμφανίζεται καθ' όλη τη θεραπευτική παρέμβαση και λίγο πριν αυτή τερματιστεί (Laver,2007). Είναι περιοδικές εκτιμήσεις τόσο της προόδου ή της έλλειψης προόδου του ασθενή, κατά τη διάρκεια της θεραπείας, όσο και της μεθόδου που εφαρμόζεται. Βοηθά τον εργοθεραπευτή να αναγνωρίσει ποιοι στόχοι εκπληρώθηκαν και ποιοι όχι, ποιοι παράγοντες επέδρασαν στην εκπλήρωση των στόχων και ποιοι παράγοντες εμπόδισαν το θετικό αποτέλεσμα. Όταν  τα αποτελέσματα της επαναξιολόγησης κρίνονται θετικά, η διαδικασία συνεχίζεται όπως είχε σχεδιαστεί. Όταν όμως τα αποτελέσματα είναι αρνητικά και δεν έχουν επιτευχθεί οι προβλεπόμενοι στόχοι, ο θεραπευτής εξετάζει τις πιθανές αιτίες αποτυχίας και προχωράει σε τροποποίηση του σχεδιασμού (Townsend & Polatajko,2007).

 

 Τερματισμός  προγράμματος

      Η εργοθεραπευτική παρέμβαση λήγει όταν επιτευχθεί ο σκοπός και οι στόχοι του προγράμματος ή όταν αυτοί κριθούν ανέφικτοι. Όταν οι θεραπευτικοί στόχοι επιτευχθούν, ο ασθενής οδηγείται  σε συναισθήματα χαράς και ικανοποίησης. Στην περίπτωση όμως αποτυχίας, στον ασθενή προκαλούνται  συναισθήματα λύπης τα οποία ο εργοθεραπευτής πρέπει να διαχειριστεί κατάλληλα βοηθώντας τον ασθενή να προσαρμοστεί σε αυτά (Σιάννη,2001).

 Πλαίσια αναφοράς και μοντέλα της  Εργοθεραπείας

       Τα πλαίσια αναφοράς είναι μια μέθοδος οργάνωσης της θεωρητικής γνώσης (από ποικίλες και διαφορετικές θεωρίες), έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το σχεδιασμό της θεραπευτικής παρέμβασης στην Εργοθεραπεία (Kramer & Hinοjosa, 1993;Mosey,1986;1996). Είναι η σύνδεση μεταξύ της θεωρίας και της πρακτικής. Τα μοντέλα της πρακτικής που χρησιμοποιούνται πιο συχνά είναι:


     - Το μοντέλο της ανθρώπινης απασχόλησης (The Model of Human Occupation). Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1980 από τον Gary Kielhofner και εξελίσσεται σταδιακά. Αυτό το μοντέλο απαιτεί οι εργοθεραπευτές να  γνωρίζουν τις αξίες του ατόμου, την αίσθηση της ικανότητας και της αποτελεσματικότητας του, τους ρόλους του, τις συνήθειες του, την εμπειρία του και το προσωπικό-οικογενειακό περιβάλλον του. Αναγνωρίζεται ως ένα μοντέλο που είναι παρεμφερές με την πελατοκεντρική πρακτική και οι τελευταίες εκδόσεις του βασίζονται στη δυναμική θεωρία συστημάτων (
Kielhofner,2002).

     - Το καναδικό πρότυπο της επαγγελματικής απασχόλησης (The Canadian Model of Occupational Performance). Το μοντέλο αυτό είναι βασισμένο στις εργασίες των Reed και Sanderson και δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 1990 από την καναδική ένωση Εργοθεραπευτών, σε συνεργασία με το Καναδικό Υπουργείο Εθνικής Υγείας και Πρόνοιας. Είναι ένα κοινωνικό μοντέλο που δίνει μεγάλη έμφαση στις πράξεις, στα αισθήματα και στις σκέψεις του ατόμου. Τονίζει ότι η επαγγελματική απόδοση είναι το αποτέλεσμα «της αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης μεταξύ ατόμων, περιβάλλοντος και απασχόλησης» (Boniface,Fedden et. al.,2008).

   - Το μοντέλο Kawa(The Kawa (River) Model). Το μοντέλο αυτό αναπτύχθηκε από τους Ιάπωνες εργοθεραπευτές στην Ασία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Πρόκειται για ένα μοντέλο πρακτικής, το οποίο αντί να επικεντρώνεται στον ασθενή, επικεντρώνεται στα «περιβάλλοντα» που διαμορφώνουν και επηρεάζουν την πραγματικότητα και αλλάζουν τη ζωή των ανθρώπων μέρα με τη μέρα. Το μοντέλο αυτό προτρέπει τα άτομα -συμπεριλαμβανομένων των εργοθεραπευτών και των πελατών τους- να εξετάζουν και να συζητούν τις απόψεις τους για το τι είναι απαραίτητο στη ζωή τους, την αίσθηση της ευεξίας,  τον ορισμό και την κατανόηση της ασθένειας, την υγεία και  την αναπηρία, με σκοπό την επαγγελματική θεραπεία σε θέματα που έχουν ουσιαστική σημασία (Iwama,Thomson et. al.,2009).

         - Το γνωσιακο-συμπεριφοριστικό μοντέλο. To μοντέλο αυτό αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Αποτελεί ένα συνδυασμό γνωστικών και συμπεριφοριστικών τεχνικών, οι οποίες έχουν ως στόχο την τροποποίηση των νοητικών σχημάτων του ατόμου και την μετατροπή τους σε λειτουργικά για το ίδιο το άτομο(Beck, 1995). Η γνωσιακή διάσταση υιοθετεί την άποψη ότι η νοητική αναπαράσταση του εξωτερικού κόσμου ασκεί αποφασιστικό ρόλο στην ανθρώπινη συμπεριφορά (Καλαντζή-Αζίζι,2002). Πιο συγκεκριμένα, θεωρεί ότι ο τρόπος με τον οποίο αναπαρίσταται η πραγματικότητα στο μυαλό του ατόμου «ρυθμίζει» τη συμπεριφορά του και ότι μια σειρά από γνωστικές διαδικασίες, όπως η αντίληψη, η επεξεργασία των γεγονότων, οι σκέψεις, η διαδικασία επίλυσης προβλημάτων κ.ά., επιδρούν στη συμπεριφορά του ατόμου. Βασίζεται στη γνωστική θεωρία, η οποία «στοχεύει» στην επεξεργασία των πληροφοριών και των αντιλήψεων του ατόμου (Neisser,1967). Ξεκινά από την παραδοχή ότι τα συναισθήματα και οι συμπεριφορές καθορίζονται από τον τρόπο με τον οποίο το άτομο δομεί τον κόσμο και πιστεύει ότι τροποποιώντας τον τρόπο με τον οποίο εκλαμβάνονται και ερμηνεύονται τα γεγονότα, είναι δυνατό να αλλάξουν και οι δυσλειτουργικές συμπεριφορές (Beck,1995). Η συμπεριφοριστική διάσταση του μοντέλου στηρίχτηκε στη θεωρία του συμπεριφορισμού με βάση την οποία η συναισθηματική αντίδραση του ατόμου επηρεάζεται από τη σύνδεση ενός ερεθίσματος με παρόμοιες πληροφορίες του παρελθόντος (Bandura,1986).

      - Το μοντέλο της αισθητηριακής ολοκλήρωσης (Sensory Integration). Η αισθητηριακή ολοκλήρωση είναι μια νευροβιολογική διαδικασία, που οργανώνει τις αισθήσεις από το σώμα και από το περιβάλλον και καθιστά δυνατή την αποτελεσματική χρήση του σώματος μέσα στο περιβάλλον. Η αισθητηριακή ολοκλήρωση λοιπόν, είναι η ικανότητα να οργανώνει κανείς τις αισθητηριακές πληροφορίες για να μπορεί να τις χρησιμοποιήσει (Ayres,1972). Η μέθοδος-θεραπεία της Αισθητηριακής Ολοκλήρωσης είναι ευρέως γνωστή και αποτελεσματική και επιτυγχάνεται μέσω δραστηριοτήτων/παιχνιδιών που απολαμβάνουν και διασκεδάζουν τα παιδιά (κούνιες, πατίνια, τραμπολίνο, μπάλες, κ.α.). Σε ένα δομημένο και προστατευμένο περιβάλλον με κατάλληλο εξοπλισμό δίνονται αισθητηριακές πληροφορίες, ώστε να τις λάβει το παιδί και μέσω αυτού να έλθει η ολοκλήρωση (Arnwine,2005). Όταν δεν υπάρχει επαρκής Αισθητηριακή Ολοκλήρωση, η δυσλειτουργία αυτή επηρεάζει τις δεξιότητες που απαιτούνται για την μάθηση, την κίνηση, τη συναισθηματική ωριμότητα και κοινωνική συμπεριφορά, τη διαχείριση άγχους, το παιχνίδι και κατ' επέκταση το σχολείο. Η μέθοδος της Αισθητηριακής Ολοκλήρωσης σε κάποιες περιπτώσεις θεωρείται αναγκαία και είναι αποτελεσματικότερη των άλλων θεραπειών (Bundy,Lane et. al.,2002). Είναι κατάλληλη για νεογνά ήδη από τον πρώτο μήνα ζωής τους και παράλληλα εφαρμόζεται σε περιπτώσεις παιδιών με διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές, διάσπαση ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα, δυσπραξία, ειδικές αναπτυξιακές και κινητικές δυσκολίες, ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, γενετικά σύνδρομα κ.α. (Arnwine,2005). Μέσω της Αισθητηριακής Ολοκλήρωσης που εφαρμόζεται στο τμήμα εργοθεραπείας, επιτυγχάνεται οργάνωση-συγκέντρωση και ρύθμιση της εγρήγορσης, ικανότητα μάθησης και αφηρημένων εννοιών, καθώς και ειδίκευση των εγκεφαλικών ημισφαιρίων και των πλευρών του σώματος (Bundy,Lane et. al.,2002).