Ελπίδες για καλύτερα φάρμακα «κρύβει» το DNA του κεστοειδούς σκώληκος

Ελπίδες για καλύτερα φάρμακα «κρύβει» το DNA του κεστοειδούς σκώληκος

Την ανάγνωση του γονιδιώματος του κεστοειδούς σκώληκος (η αλλιώς «ταινία») του εντέρου ανακοίνωσε διεθνής επιστημονική ομάδα, δημιουργώντας αισιοδοξία για αποτελεσματικότερα φάρμακα στο εγγύς μέλλον. 

Σύμφωνα με το Nature, από την αποκωδικοποίηση του DNA του κεστοειδούς σκώληκος δεν θα επωφεληθούν μόνον οι άνθρωποι αλλά και τα ζώα, καθώς το βακτήριο προκαλεί ζημιές περίπου 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων παγκοσμίως κάθε χρόνο, στην κτηνοτροφία. 

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Δρ Μάθιου Μπέριμαν του Ινστιτούτου Wellcome Trust Sanger, εκτιμούν πως ορισμένα ήδη υπάρχοντα φάρμακα για άλλες παθήσεις (ιούς, καρκίνους, νευρικό σύστημα κ.α.) μπορούν πιθανώς να αξιοποιηθούν και εναντίον του κεστοειδούς σκώληκος.

Ο κεστοειδής σκώληξ ευθύνεται για την εξάπλωση αρκετών επικίνδυνων ασθενειών όπως η εχινοκοκκίαση, κυρίως στις τροπικές χώρες. Τα ενήλικα παράσιτα μπορούν να επιβιώσουν στο έντερο, αλλά οι προνύμφες μπορούν να εξαπλωθούν στο σώμα, ωσότου τελικά προκαλέσουν σοβαρές παθήσεις ή και θάνατο σε μερικές περιπτώσεις. 

Οι κύστες που δημιουργεί ο κεστοειδής σκώληξ, εξαπλώνονται στα όργανα και τους ιστούς του σώματος, πυροδοτώντας διάφορες επιπλοκές, όπως τύφλωση και επιληψία.

Οι λοιμώξεις που προκαλεί το εντερικό βακτήριο, σύμφωνα με τους επιστήμονες, «είναι διάχυτες ανά τον κόσμο και οι καταστροφικές επιπτώσεις τους είναι συγκρίσιμες με αυτές της σκλήρυνσης κατά πλάκας και του κακοήθους μελανώματος».

Παρόλο που είναι από τα πρώτα παράσιτα, τα οποία μελετήθηκαν από τους ανθρώπους, η αποτελεσματική θεραπεία του έχει αποδειχτεί πολύ δύσκολη υπόθεση. Οι κύστες αντιμετωπίζονται με χημειοθεραπεία ή χειρουργική επέμβαση, όμως δεν αποφεύγονται οι παρενέργειες, γι' αυτό προκύπτει η ανάγκη νέου τύπου φαρμακευτικών αγωγών.

Αναλύοντας αυτήν τη φορά το DNA του κεστοειδούς σκώληκος, οι επιστήμονες ευελπιστούν ότι πλέον ανακάλυψαν γενετικούς «αδύναμους κρίκους», τους οποίους μπορούν να εκμεταλλευτούν μέσω φαρμάκων, που θα επιφέρουν απενεργοποίηση συγκεκριμένων γονιδίων και πρωτεϊνών του. Για να γίνει όμως αυτό, θα απαιτηθούν νέες έρευνες και κλινικές δοκιμές τα επόμενα χρόνια.