Η παιδική παχυσαρκία σχετίζεται με την ηλικία που ο πατέρας άρχισε το κάπνισμα
Οι άνδρες που άρχιζαν να καπνίζουν από την
παιδική τους ηλικία, δηλαδή πριν τα 11, είναι πιθανότερο να αποκτήσουν αγόρια
που είναι υπέρβαρα στην εφηβεία, συγκριτικά με άνδρες που ξεκίνησαν το κάπνισμα σε
μεγαλύτερη ηλικία ή
ποτέ, σύμφωνα βρετανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο European Journal of Human Genetics.
Ομάδα
ερευνητών, με επικεφαλής τον καθηγητής Γενετικής, Δρ Μάρκους Πέμπρεϊ του
Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, μελέτησαν σχεδόν 10.000 άνδρες, εκ των οποίων οι
5.376 (54%) ήταν καπνιστές. Από αυτούς, οι 166 (3%) είχαν αρχίσει να καπνίζουν
τακτικά πριν την ηλικία των 11 ετών.
Οι
έφηβοι γιοί των ανδρών που είχαν ξεκινήσει νωρίς το κάπνισμα, είχαν κατά μέσο
όρο πέντε έως δέκα κιλά περισσότερο βάρος από
τους συνομηλίκους τους. Τα αγόρια αυτά είχαν συστηματικά μεγαλύτερο δείκτη
μάζας σώματος στις ηλικίες των 13, 15 και 17 ετών. Στα έφηβα κορίτσια των
πρώιμων καπνιστών δεν παρατηρήθηκε ανάλογη επίπτωση, στον ίδιο βαθμό. Αξίζει
πάντως να σημειωθεί ότι, οι ίδιοι οι πατέρες - πρώιμοι καπνιστές είχαν κατά
μέσο όρο χαμηλότερο δείκτη μάζας σώματος.
«Αυτή
η ανακάλυψη διαγενεακών επιπτώσεων έχει σημαντικές συνέπειες για την έρευνα
σχετικά με την τρέχουσα αύξηση της παχυσαρκίας και την αξιολόγηση προληπτικών
μέτρων. Δεν είναι πια αποδεκτό να μελετά κανείς παράγοντες σχετικούς με τον
τρόπο ζωής, που αφορούν μόνο μια γενεά», εξηγεί ο Δρ Πέμπρεϊ.
Άλλοι
επιστήμονες, πάντως, εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί να αποδεχτούν το ανωτέρω
εύρημα, θεωρώντας ότι μπορεί να είναι τυχαίο. «Ο βασικός ισχυρισμός της εν λόγω
μελέτης είναι αστήρικτος», σχολιάζει ο σερ Ρίτσαρντ Πέτο, καθηγητής
Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Από
την άλλη, ο καθηγητής Γενετικής Επιδημιολογίας, Δρ Τιμ Σπέκτορ του Βασιλικού
Κολεγίου του Λονδίνου, ανέφερε ότι «τα νέα στοιχεία είναι πειστικά, αλλά όχι
τελεσίδικα, καθώς πρέπει να επιβεβαιωθούν».
Σύμφωνα
με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, σχεδόν ένα δισεκατομμύριο άνδρες καπνίζουν
στον πλανήτη, από τους οποίους το 35% στις ανεπτυγμένες χώρες.